Μια στροφή στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, λίγα χιλιόμετρα και αποκαλύπτεται ένα άλλο πρόσωπο
της Απεραθίτικης φύσης, σαν να κατεβαίνει ένα δυνατό και δροσερό αεράκι και να τα σαρώνει όλα στο πέρασμά του: τα βουνά, τα σπίτια, την πολυκοσμία. Βάζουν τα γιορτινά τους και εμφανίζονται ολοζώντανοι, οι Τόποι. Γιατί Απεράθου δεν είναι μόνο ο οικισμός, που απλώνεται στους πρόποδες του Φαναριού, αλλά και μια μεγάλη έκταση που εκτείνεται από τα βορειοδυτικά του οικισμού, περιλαμβάνει όλα τα ανατολικά παράλια και φτάνει στα .....
νότια, ως το Άντρους.
Ο δρόμος κατηφορικός, γεμάτος στροφές και εκπλήξεις. Τα ορυχεία, ο εναέριος και τα.... βαγονέτα που χάνονται στο άπειρο. Οι παλιές εγκαταστάσεις των σμυριδεργατών τραβούν το βλέμμα, μόλις μπει κανείς στην Μουτσούνα. Το ταπεινό λιμανάκι της κράτησε ολόκληρο το εμπόριο του πολύτιμου αυτού ορυκτού, που με απλοχεριά δόθηκε σε αυτά τα άγρια βουνά. Το τυροκομείο, αφάνταστα άδειο σήμερα, με τα παράθυρά του να τρίζουν ανελέητα και τους θάμνους να κλείνουν σιγά-σιγά την είσοδό του, με την αδυσώπητη λέπρα στους τοίχους του, να το κατατρώει, μένει εκεί να κρατά άσβεστη την παλιά εικόνα των Τόπων και την σημασία τους στην οικονομία του χωριού. Μένει εκεί λες και έχει βάλει στοίχημα με τον χρόνο.
Οι Τόποι, χρόνια τροφοδότες του χωριού με τα δώρα της φύσης: ελιές, λάδι, τυρί, κρέας, ψάρι. Οι αγκαθωτοί θάμνοι, που φυτρώνουν παντού, καλύπτουν τα μέχρι πριν λίγα χρόνια καλλιεργήσιμα χωράφια. Τα κοπάδια των ζώων, που φωνάζουν θαρρείς για να πάρουν θάρρος, να αποδείξουν πως δεν είναι λίγα, αντέχουν πάνω στις αφιλόξενες πλαγιές των βουνών, που τις χτυπάει ο ήλιος, γυαλίζοντας τις πέτρες τους. Κι οι μιτάτοι, ταπεινοί και σιωπηλοί, μάρτυρες της ζωής που άντεχε κάποτε στους τόπους, τα καταφύγια για τους βοσκούς, που ζούσαν ολοχρονίς εκεί, άρχοντες σωστοί, δυνατοί, ερημίτες που άντεχαν την άφαντη μοναξιά.
Μια μοναξιά που έδωσε στα μέρη αυτά μια νότα μυθική, ονειρική, αινιγματική. Μια μοναξιά, που ανακατεύτηκε τόσο πολύ με την φύση, ώστε έγιναν ένα στο ατελείωτο κρυφτό με τον άνθρωπο. Βουή σήμερα. Ασταμάτητος θόρυβος. Και η μαγεία κρύφτηκε. Τα ‘‘στοιχειά’’ σκόρπισαν και χάθηκαν μες τους μύθους. Η Σιωπή και η Γαλήνη κατακάθονται πάνω στα αγκάθια και τις καυτές πέτρες, σαν σκόνη. Ένας ξερός θάμνος ξεκολλάει από την γη και τρέχει μανιασμένος, τον παρασέρνει ο δυνατός αέρας και το κατρακύλισμά του αυτό στις πλαγιές μοιάζει σαν ένα αντίο. Κοντεύει να νυχτώσει και η μαγεία, αυτή η μοναδική, βγαίνει από την κρυψώνα της. Αρχίζει τον παράξενο χορό της και μαγνητίζει τις αισθήσεις μας. Το βλέμμα δακρυσμένο από αυτήν την αδυσώπητη ομορφιά, απλώνεται...
Ο Αζαλάς, ο Άη Δημήτρης, ο Τριάκαθας, τ’ Αρμυρό νερό, το Τιγάνι,το Νιότος με τα γκρεμνά της Μάκρης, τα Λιαρίδια, ο Άη Γιάννης, ο Κανάκης, η Ψιλή Άμμος, η Ζως, οι Βούβες, ο Κλείδος, οι Κοπρές, η κορφή τ’ Αρωνιού, ο Βόλακας, ο Πάνερμος, οι Άντρους…
Τόποι μοσχομυρισμένοι από θυμάρι,ασπαρθιά, σκίνο, λυγαριά, φασκόμηλο λουσμένοι από την αλμύρα της θάλασσας αλλά και τον ιδρώτα των ζευγάδων, των βοσκών και των ασμυριγλάδων. Τόποι που η ιστορία κάνει σταθμό σε κάθε σημείο και έχει κάτι να διηγηθεί.
ΤΟΠΟΙ, βωμοί της ομορφιάς, της μοναξιάς και του ονείρου.
Κούνησε μαντήλι με αιχμές ο Γιώργος Γιαννάκης.
Πριν από 16 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου