Γράφει ο Δημήτρης Τσεκούρας
Αγαπάω πολύ το Κράτος και την Εξουσία.
Φροντίζουν για εμάς και θέλουν το καλό μας. Και γι' αυτό το τρυφερό και άδολο αίτιο αποκηρύσσουν τώρα την κατανάλωση και το ρούφηγμα του εωσφορικού καπνού. Παντού. Ακόμη και μέσα στα ύποπτα καφενεία και τα ακόμη πιο ύποπτα bar. Εκεί που κατά κανόνα συχνάζουν τα πλέον βδελυρά και αποσυνάγωγα υποκείμενα:
καταθλιπτικοί, μανιοκαταθλιπτικοί, άνθρωποι μόνοι τους, ηθοποιοί, ποιητές, συγγραφείς, μελλοντικοί ή πρώην αποτυχημένοι αυτόχειρες και κάτι άλλα ανθρώπινα ζωύφια -ακόμη πιο αποκρουστικά αυτά-, που τους αρέσει ο έρωτας και πάνε εκεί μπας και τον συναντήσουν μεθυσμένο και ντυμένο με αντρικά ή με γυναικεία ρούχα.
Αγαπάω πολύ το Κράτος και την Εξουσία. Τους αγαπώ πάνω απ' όλα για.... το αγαθό των προθέσεών τους.
Μακριά από τον καπνό, λένε. Τζιζ! Καίει!
Είμαι ευκολόπιστος άνθρωπος και πείθομαι με τα επιχειρήματά τους:
Προκαλεί γήρανση του δέρματος, λένε. Φριχτό πράγμα. Ποιος θέλει, αλήθεια, να χαϊδέψει ένα γερασμένο και καπνισμένο δέρμα;
Αδυνατίζει το σπέρμα, ουρλιάζουν. Πράγμα ολέθριο και εγκληματικό. Πώς θα φτάσουν στον Ωραίο Κόσμο οι ωραίοι και χρήσιμοι απόγονοι;
Προκαλεί έμφραγμα και εγκεφαλικά επεισόδια, κραυγάζουν. Καημένη καρδιά! Φτωχέ νου! Αλήθεια, πώς γίνεται να αγαπήσεις με τη μισή καρδιά σου καμένη και να σκεφθείς με τον μισό σου εγκέφαλο καμένο;
Βλάπτει σοβαρά τους γύρω σας, ωρύονται. Πο, πο! Απομακρύνεστε από τη μεταξύ σας επικοινωνία καπνίζοντας, δεν το καταλαβαίνετε;
Γι' αυτό λοιπόν, κομμένος ο καπνός. Τα τσιγάρα τέρμα! Βρείτε κάτι άλλο να ρουφάτε. Βρείτε κάτι άλλο να απασχολεί τα ταραγμένα σας δάχτυλα.
Μετρημένα και σοφά και δίκαια επιχειρήματα! Ακλόνητα!
Σκύβω το κεφάλι μου λοιπόν.
Και πεπεισμένος πέφτω για ύπνο.
Και βλέπω ένα πολύ αλλόκοτο όνειρο.
Ένα σκόρπιο όνειρο.
Που μοιάζει με video clip.
Το όνειρο το βαφτίζω Η Παρέλαση.
Μία Χορεία Ηρώων.
Μπροστά μπροστά και σαν σημαιοφόρος η κυρία Μπλανς Ντυμπουά. Θολωμένα μάτια, τσιγάρο στο χέρι της, περιμένει την τελευταία της ελπίδα, τον Μιτς.
Μαυροφορεμένος δίπλα της ο Γιώργος Χειμωνάς. Μόλις έχει τελειώσει τον Εχθρό του Ποιητή. Αισθάνεται ταραγμένη ανακούφιση και ανάβει ένα τσιγάρο με την κάφτρα του προηγούμενου.
Κάποιος τον σκουντάει στον ώμο. Είναι ο Νικ Κέιβ. Του ζητάει τσιγάρο. Ο Χειμωνάς τού λέει δεν έχω άλλο, αλλά μπορούμε να καπνίσουμε αυτό το τελευταίο μαζί, καλέ μου φίλε. Τραβάνε μια δυνατή ρουφηξιά και γαληνεύουν.
Θέλω κι εγώ, θέλω κι εγώ, λέει ένας σεβάσμιος, διοπτροφόρος κύριος από δίπλα τους. Είναι ο Κάρολος Κουν. Ο Γιώργος Χειμωνάς και ο Νικ Κέιβ ταράζονται. Μόλις τελείωσε το κοινό τους τσιγάρο και δεν έχουνε άλλο.
Χαρούμενη και με κατακόκκινα χείλια μια μελαχρινή κούκλα εμφανίζεται σαν από το πουθενά και τους λέει Έχω εγώ. Κουβαλάω πάντοτε τουλάχιστον δύο πακέτα στην τσάντα μου. Είναι η πάντοτε στην ώρα της Μαλβίνα. Ανοίγει τα πακέτα της.
Κάθονται όλοι κυκλικά και παίρνουν όλοι από ένα. Χαίρονται και αρχίζουν όλοι μαζί να τραγουδάνε.
Τι σου 'κανα και πίνεις τσιγάρο το τσιγάρο...
Το τραγούδι λες και γίνεται μαγνήτης.
Ανθρώπινες φιγούρες αρχίζουν και συρρέουν.
Ένας ωραίος νέος, που μόλις τον παράτησε η κοπέλα του και θέλει να καπνίσει.
Μια γριά τσιγγάνα μάγισσα, σαν σύγχρονη Κασσάνδρα, που της είναι αδύνατον να διαβάσει το μέλλον αν δεν την έχει πρώτα ζώσει ο ιερός της καπνός.
Ο Τζέιμς Τζόις περνάει ξυστά από δίπλα τους. Με τον Οδυσσέα του, χειρόγραφο, υπό μάλης. Ένα τσιγάρο κρέμεται στα στεγνά του χείλια. Έχει αγωνία. Τρέχει να βρει εκδότη.
Κάποια μοντέλα τού Τσαρούχη που έρχονται να ξαποστάσουν για λίγο από το ποζάρισμα στον Δάσκαλο και χρειάζονται μια μικρή και καταπραϋντική δόση νικοτίνης.
Ένα αηδόνι που είναι ντυμένο άνθρωπος και το λένε Εϊμι Γουαϊνχάουζ.
Ο Αϊνστάιν, ο Μαρωνίτης μαζί με τη Νέκυια του στα νέα ελληνικά, ο υπεράνθρωπος Νταλί, ο διάσημος και μεγαλειώδης πορνοστάρ Κεν Ρίκερ που μόλις ετελείωσε, ένας ταραγμένος νέος που ισχυρίζεται πως του αποκαλύφθηκε ο Θεός και από τότε τον ζωγραφίζει πάνω σε τοίχους εκκλησιών, μία μάνα που το παιδί της σκοτώθηκε με μηχανή, ένας ιδρωμένος κύριος που τον κυνηγάνε για χρέη, ένας έφηβος που μόλις έκανε την πρώτη του κοπάνα από το σχολείο και φοβάται μην τον δούνε, δύο ηθοποιοί που κουράστηκαν να προβάρουνε τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν και ο σκηνοθέτης τούς χάρισε ανάπαυλα δέκα ολόκληρων λεπτών...
Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι τρέχουν να καπνίσουν μέσα στο σκόρπιο μου όνειρο.
Να καπνίσουν μπας και ηρεμήσουν.
Ξυπνάω κάθιδρος.
Και αναρωτιέμαι: Βρες μπας και οι αγαπημένοι μου φίλοι Κράτος και Εξουσία δεν ξέρουν τι τους γίνεται; Αλλά είναι ποτέ δυνατόν, σκέφτομαι αναστατωμένος, να μην ξέρουν αυτοί; Αυτοί είναι σοφά πρόσωπα. Καλοντυμένα. Φρεσκοξυρισμένα πάντοτε. Πεντακάθαρα, και ξέρουν τι θα πει κάθαρση. Όχι σαν τους άλλους τους αλήτες που είδες στον ύπνο σου, λέω στον εαυτό μου τρομαγμένος και κουκουλώνομαι με το σεντόνι μου και προσπαθώ να κοιμηθώ ξανά.
Αυτοί έχουν δίκιο, σκέφτομαι, αυτοί έχουν δίκιο: το Κράτος και η Εξουσία.
Οι παντοτινοί Φίλοι τού Ανθρώπου.
Ο ύπνος αρχίζει και με παίρνει ξανά και θολωμένος σκέφτομαι: Είναι Σεπτέμβριος, η καινούργια θεατρική σεζόν όπου να 'ναι ξεκινάει. Πρέπει επειγόντως να στείλω επιστολή στο Κράτος και στην Εξουσία. Να μην το ξεχάσω: Όλοι σχεδόν οι ήρωες του Πίντερ, του Τενεσί Ουίλιαμς, του Ευγένιου Ο'Νιλ και άλλων τοιούτων καπνίζουνε. Και όχι μόνο καπνίζουν, αλλά το απολαμβάνουν κιόλας οι αδιάντροποι. Πρέπει λοιπόν να προτείνω -όσο είναι καιρός, δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο- στους επιστήθιους φίλους μου Κράτος και Εξουσία να απαγορεύσουν από εδώ και στο εξής το ανέβασμα των ακατονόμαστων έργων των προαναφερθέντων κυρίων. Είναι κακά πρότυπα, αποτρόπαια πρότυπα... Και βλάπτουν τόσο πολύ τη διαπαιδαγώγηση των ασταθών νέων αλλά και κάτι άλλων ταλαντευμένων γεροντότερων...
ΠΗΓΗ: enet.gr
Σάββατο, Οκτωβρίου 30, 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου