Γράφει ο Θοδωρής Καραγεωργίου.
Ξυπνάω το πρωί, ή ίσως να είναι και μεσημέρι, ίσως ακόμη πιο αργά. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος για την ώρα, να πω την αλήθεια. Πάντα κάτι σε μπερδεύει, κάτι σε αποπροσανατολίζει. Μόνο τα σύννεφα είναι ίδια. Τα βαριά, χαμηλωμένα, αγγλικά σύννεφα, που θαρρείς πως λίγο ακόμη και θα ακουμπήσουν στη γη. Τρέχουν αυτά τα σύννεφα, είναι πάντοτε βιαστικά και γεμίζουν την ατμόσφαιρα με ένα πολύ γνώριμο γκρι χρώμα, που τείνει να γίνει το αγαπημένο μου. Είναι χρώμα για παιχνίδι, χρώμα που έτσι κι αλλιώς σε κλείνει στο σπίτι, στον εαυτό σου, σου απαγορεύει, κατά κάποιον τρόπο, να βγεις έξω, ιδίως όταν συνδυάζεται με το κλασικό ψιλοβρόχι, τις..... περισσότερες φορές δηλαδή.
Πενήντα δύο ώρες άγρυπνος, τα χέρια μου τρέμουν και έχουν πάρει φωτιά από τις εντολές που δίνουν στο ξεφτισμένο πληκτρολόγιο και στο ποντίκι. Είναι μάχη ζωής και θανάτου, είναι ιδρώτας και κόπος πολλών ημερών. Κρίσιμη καμπή. Αν τα καταφέρουμε, μιλάμε για επιτυχία μεγάλη, αν όχι, έχουμε χάσει ένα χρόνο παιχνιδιού. Σύγκρουση απίστευτη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα. Δεν καταλαβαίνουν το μέγεθος των δυνάμεων που συγκρούονται αλύπητα. Είναι όπως στο σύμπαν. Όταν συγκρούονται γαλαξίες μεταξύ τους, σμήνη γαλαξιών, όταν συγκρούονται μαύρες τρύπες. Ταχύτητες και μάζες πέρα από κάθε φαντασία. Τι γνώμη μπορεί να έχει για κάτι τέτοιο ένας άνθρωπος που ακούει τις βροντές και τρομάζει, που βλέπει ανεμοστρόβιλους να διαλύουν χωριά και τον πιάνει δέος; Εδώ μιλάμε για δυνάμεις.
Ξυπνάω και αργώ να καταλάβω αν έπαιζα και κάνω διάλειμμα ή αν κοιμόμουν και μόλις έχω ξυπνήσει. Τα όνειρα είναι παντοτινά. Ζω σε ένα όνειρο. Μάλιστα, ένα όνειρο είναι η ζωή μου. Η μάνα μου νομίζω πως στεναχωριέται μαζί μου ή για κάτι τέλος πάντων. Νομίζω πως την ακούω πολλές φορές να μουρμουρίζει λέξεις λυπητερές ή την ακούω να κλαίει μέσα από τα δόντια της με κάτι λυγμούς κοφτούς, χαμηλόφωνους. Ύστερα λέει το όνομά μου και κάτι άλλα λόγια που ποτέ δεν τα θυμάμαι. Μερικές φορές της κάνω το χατίρι και γυρίζω να την κοιτάξω. Τότε διακρίνω πάνω της αμέσως μια αλλαγή. Νομίζω πως χαμογελάει έστω και αδρά. Εάν έχω τα κέφια μου της πετάω και κανένα «όλα είναι καλά, μάνα» και τη στέλνω στον έβδομο ουρανό.
Όλα όμως είναι το παιχνίδι και το παιχνίδι περικλείει μέσα του τα πάντα. Έχω πουλήσει την ψυχή μου στο παιχνίδι. Όταν ανάμεσα σε εκατομμύρια βρίσκεσαι στις πρώτες εκατό θέσεις είναι κάτι. Για μένα είναι όλη μου η ζωή. Εφτά χρόνια τώρα δεν έχω σταματήσει, προσφέρω και μου προσφέρονται. Μέχρι γιατροί και ψυχολόγοι ήρθαν στο σπίτι να με δούνε, με την προτροπή των γονιών μου βέβαια. Μου έδωσαν και χάπια, είπαν στη μάνα μου να βγαίνω έξω, να με χτυπάει ο αέρας, μπας και αλλάξει κάτι. Τίποτα όμως, εγώ όλο και χειρότερα. Ο πατέρας μου αγανάκτησε, σήκωσε χέρι και με χτύπησε. Δεν αντέδρασα, συνέχισα να κοιτάζω την οθόνη μου, να δίνω εντολές στους συμπαίκτες μου, να βρίσκω λύσεις για την ομάδα, ήμουν ο αρχηγός τους, ήμουν ο ήρωάς τους, διάολε.
Ξύλο έφαγα κι άλλες φορές, και όσο πήγαινε έτρωγα και περισσότερο. Η μάνα μου έμπαινε στη μέση, πολλές φορές τις έτρωγε αυτή στο τέλος αντί για μένα. Μέχρι που ο πατέρας μου εξαφανίστηκε. Μια μέρα μάζεψε τις βαλίτσες του, μας έβρισε κι εμένα και τη μάνα μου και έφυγε από το σπίτι. Μας άδειασε τη γωνιά με άλλα λόγια, δε θα τρώγαμε άλλο ξύλο επιτέλους, ας πήγαινε στα τσακίδια με καμιά από αυτές που έτσι και αλλιώς πηδούσε στα κωλόμπαρα που γύρναγε, ακόμη και όσο ήταν μαζί με τη μάνα μου.
Όταν βγάζεις το πρώτο εικοσιτετράωρο αισθάνεσαι γίγαντας, νιώθεις πως είσαι ο καλύτερος, πως οι δυνάμεις σου δεν έχουν τελειωμό. Αν σηκωθείς απότομα όμως το πιο πιθανό είναι να βρεθείς στο πάτωμα αμέσως. Εγώ την πρώτη φορά όχι απλώς είχα μείνει για είκοσι τέσσερις ώρες άγρυπνος, αλλά για όλο αυτό το διάστημα δεν είχα φάει απολύτως τίποτα, δεν είχα πιει παρά μόνο δύο κουτάκια χυμό ρόδι και είχα καταφέρει να κατουρήσω μόνο μια φορά. Ύστερα από αυτό έμεινα για τρεις μέρες στο νοσοκομείο. Τρεις μέρες χαμένες, χωρίς δευτερόλεπτο on-line. Τρεις μέρες καταστροφικές για το χαρακτήρα μου αλλά και για όλη την ομάδα μου.
Έτσι μαθαίνεις. Έχεις δίπλα σου μπισκοτάκια, γλυκά και αλμυρά, έχεις κανένα μπουκαλάκι νερό, λίγο χυμό, και σηκώνεσαι ανά οκτάωρο για τουαλέτα. Για ένα διάστημα είχα φοβηθεί λιγάκι όταν κάποιος μου είχε πει πως υπήρξαν κρούσματα θανάτου λόγω ακινησίας και αφυδάτωσης. Όταν όμως είσαι μέσα, όταν τα δίνεις όλα, όταν η ομάδα ολόκληρη στηρίζεται πάνω σου και περιμένει από σένα τα ξεχνάς όλα. Τίποτα δε σου τριβελίζει το μυαλό, καμιά ανάγκη δεν μπαίνει πάνω από τον ήρωα. Εξάλλου, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγω ονομάζεται και ήρωας, έτσι δεν είναι;
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος είναι ο καταραμένος ο χρόνος. Μεγαλύτερος και ισχυρότερος ακόμη και από τα πιο καταχθόνια τέρατα με τα οποία έρχομαι συχνά αντιμέτωπος. Δε σου φτάνει ποτέ. Είναι λίγος, είναι πολύ λίγος. Γεμίζει το κεφάλι μου από ιδέες και πράγματα που πρέπει να κάνω, αλλά ο χρόνος τρέχει αδυσώπητα και δεν τα προλαβαίνω όλα. Άλλες φορές τα ξεχνάω, καθώς εμφανίζονται καινούριες ιδέες, νέα πρέπει. Τρέμω σύγκορμος προσπαθώντας να θυμηθώ σημαντικά πράγματα, να μην τα ξεχάσω και δεν πραγματοποιηθούν, και όμως, πολλές φορές συμβαίνει κάτι τέτοιο και ενίοτε αποδεικνύεται καταστροφικό.
Η ομάδα μου αποτελείται από μια αρμαθιά σκληροτράχηλους paladin και αρκετούς knights. Στο παιχνίδι κλείνω εφτά χρόνια και είμαι αρχηγός αυτής της ομάδας. Σαν paladin που είμαστε κάνουμε πάντα ό,τι περνά από το χέρι μας για το καλό του κόσμου που ζούμε. Πολεμάμε τους κακούς με λύσσα δίνοντας, αν χρειαστεί, και τη ζωή μας ακόμη προκειμένου να κυριαρχήσει το καλό. Αν και η αλήθεια είναι πως προσωπικά έχω να δώσω τη ζωή μου χρόνια τώρα. Αλλιώς δε θα ήμουν και ο ήρωας που είμαι άλλωστε. Έχω να χάσω πάνω από τέσσερα χρόνια.
Θυμάμαι παλιότερα, όταν είχα πρωταρχίσει να μπαίνω στο παιχνίδι, πως έχανα αρκετά συχνά. Υπήρχαν φορές που κόποι ολόκληρων ημερών πήγαιναν χαμένοι, καθώς κάποιος βρισκόταν να με καθαρίσει, είτε στα ίσια είτε πισώπλατα. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο βέβαια. Χαμένος χρόνος, απογοήτευση, πτώση του στάτους, απώλεια αντικειμένων. Είχα όμως έφεση, απ’ ό,τι φάνηκε τελικά, είχα ταλέντο. Ανέπτυξα το χαρακτήρα μου, έκανα σημαντικές γνωριμίες, φιλίες και συμμαχίες, ανέβηκα επίπεδα στην ιεραρχία της ομάδας που ανήκα και πέρσι, πριν έναν περίπου χρόνο δηλαδή, όταν χάσαμε τον τότε αρχηγό μας, σε μια πολιορκία που κράτησε μια εβδομάδα, ανέλαβα τις τύχες των συντρόφων μου.
Τώρα βέβαια υπάρχει άλλο πρόβλημα με όλους εμάς που παίζουμε με τα χρόνια και με τη δική μου μανία τέτοια παιχνίδια: το πρόβλημα είναι πως υπάρχουν φορές που ο κόσμος του παιχνιδιού νομίζω πως είναι αληθινός. Υπάρχουν φορές που σφάζω με το σπαθί μου ένα καθίκι και το νιώθω τόσο βαθιά πως του έχω αφαιρέσει τη ζωή. Άλλες πάλι με πιάνω να κλαίω μπροστά στην οθόνη γιατί έχασα ένα σύντροφο, ένα γνωστό ή φίλο. Το χειρότερο που μου συμβαίνει είναι πως μερικές φορές αργώ να καταλάβω αν κοιμάμαι και βλέπω όνειρο πως παίζω ή αν παίζω στην πραγματικότητα, και η φάση αυτή συμβαίνει, πιστεύω, όχι τόσο γιατί είμαι εθισμένος, αλλά γιατί ένας από τους λόγους που φτιάχνονται πραγματικά τα παιχνίδια είναι και αυτός.
Το παιχνίδι είναι ψεύτικο. Ναι, σε κάποιες αναλαμπές μου το καταλαβαίνω. Η συνείδηση δεν ξεγελιέται τόσο εύκολα, η συνείδηση δεν ξεγελιέται ούτε στα δύσκολα, βασικά, η συνείδηση δεν ξεγελιέται ποτέ, απ’ όσο νομίζω. Όσο και αν θάβω τον εαυτό μου μέσα σε κόσμους μαγικούς, όσο και αν μουδιάζω το μυαλό μου με ξόρκια, σπαθιά, νεκρομάντες και γίγαντες, όσο και αν πείθω την ύπαρξή μου πως βρίσκομαι σε μέρος που με αναπαύει, έρχονται τα ξεσπάσματα της συνείδησης, κουρελιασμένα, τσακισμένα, σακατεμένα, να με χτυπήσουν αλύπητα. Τότε με πιάνει πανικός και τρέλα. Τότε καταλαβαίνω σε ποια τραγική κατάσταση βρίσκομαι και το μυαλό μου θολώνει. Ευτυχώς που τα ξεσπάσματά μου αυτά γίνονται όλο και μικρότερα, όλο και πιο λίγα, όλο και πιο σπάνια, και αυτό είναι μια καλή παρηγοριά για το μέλλον.
Κούνησε μαντήλι με αιχμές ο Γιώργος Γιαννάκης.
Πριν από 15 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου