“Αναχώρησε” για να διδάξει με το ήθος του κι άλλους μαθητές του, ο “Νέστορας της Ελληνικής Λαογραφίας” ο Απεραθίτης Ομ. Καθηγητής της Λαογραφίας ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Β. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ.
“Γλυκός, πράος και μειλίχιος άνθρωπος, υπήρξε γενικότερα προσηνής και αγαπητός από τους συναδέλφους και τους μαθητές του. Στήριξε το έργο του στην αγάπη για τον Ελληνισμό και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Νάξο, με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό της οποίας ασχολήθηκε επί μακρόν. Αποτελεί, γι’ αυτό, υπόδειγμα επιστήμονα αφοσιωμένου στο έργο του, υπόδειγμα συνέπειας και ήθους για όλους τους μεταγενέστεροι λαογράφους”.
Από τον Τιμητικό τόμο για τον Δ.Β. Οικονομίδη “ΔΡΥΣ ΥΨΙΚΑΡΗΝΟΣ”
“ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟ” (Μανόλης Γ. Βαρβούνης – Μανόλης Γ. Σέργης)
“Ο καθηγητής Δημήτριος Β. Οικονομίδης, ο «Νέστωρ» της ελληνικής Λαογραφίας, γεννήθηκε το 1909 στην Απείρανθο της Νάξου, όπου, στα πλαίσια της οικογένειας και της τοπικής κοινωνίας, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τις αξίες του λαϊκού πολιτισμού μας. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε και τα πρώτα μαθήματα Λαογραφίας, και υπηρέτησε την Μέση Εκπαίδευση, ως φιλόλογος, σε σχολεία της ελληνικής επαρχίας, αλλά και.... επί μία δεκαετία (1936-1946) στη Ρουμανία, στο Γυμνάσιο της ελληνικής κοινότητας Βουκουρεστίου.
Στο Βουκουρέστι είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη ρουμανική, και τη βαλκανική ευρύτερα, βιβλιογραφία και Λαογραφία, ώστε να γνωρίσει τον βαλκανικό λαϊκό πολιτισμό και να συνδεθεί με αρκετούς βαλκάνιους συναδέλφους του. Οι γνωριμίες και οι γνώσεις του αυτές αξιοποιήθηκαν με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο αργότερα, στο καθαυτό λαογραφικό επιστημονικό έργο του, το οποίο ωστόσο είχε ξεκινήσει με ιστορικά, φιλολογικά και λαογραφικά δημοσιεύματα ήδη από τα χρόνια της παραμονής του στη Ρουμανία.
Το 1946 επέστρεψε στην Ελλάδα και προσλήφθηκε, ως Συντάκτης, στο τότε Λαογραφικό Αρχείο – το σημερινό Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Συνεχίζοντας τις επιτόπιες καταγραφές και την ερευνητική δράση του, το 1952 αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την διατριβή του «Τα ελληνικά δημώδη βιβλία και η επίδρασις αυτών επί του πνευματικού βίου του ρουμανικού λαού». Με ακαταπόνητη και άοκνη εργασία, το 1961 εκλέγεται Υφηγητής της Λαογραφίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την εναίσιμη επί υφηγεσία διατριβή του «”Χρονογράφου” του Δωροθέου τα λαογραφικά», που δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες, στους 18ο (1959) και 19ο (1960-1961) τόμους του περιοδικού Λαογραφία.
Έκτοτε, ο Δ. Β. Οικονομίδης δημοσίευσε δεκάδες επιστημονικών μελετημάτων, βιβλιοκρισιών, ιστορικών σπουδών και φιλολογικών αναλύσεων, όπως οι μελέτες του για το όνομα και την ονοματοθεσία στον ελληνικό λαό (1962), για την λαϊκή ορολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού (1969), για την κοινωνική θέση της Ελληνίδας στον λαϊκό πολιτισμό (1973), αλλά και θεωρητικά κείμενα για την έννοια και τον σκοπό της Λαογραφίας (1977) και την σπουδαία και χρηστικότατη βιβλιογραφία της ελληνικής Λαογραφίας, των ετών 1800-1906 (1975). Οι μελέτες του αυτές αποτελούν φωτεινό παράδειγμα της παραδοσιακής ακαδημαϊκής λαογραφίας μας και βάση για την ανάλογη επιστημονική ενασχόλιση νεότερων ερευνητών.
Το 1969 εξελέγη Διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ παράλληλα δίδασκε, ως Εντεταλμένος Υφηγητής, μαθήματα Λαογραφίας στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η επίστεψη της μακράς και γόνιμης σταδιοδρομίας του ήρθε το 1973, με την εκλογή του ως Τακτικού Καθηγητή στην έδρα Λαογραφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε ως το 1975, οπότε και αποχώρησε, καταληφθείς από το όριο ηλικίας. Έκτοτε συνέχισε την ερευνητική και συγγραφική δράση του, δημοσιεύοντας πολλά και μεστά επιστημονικά μελετήματα, αδιάκοπα μέχρι σήμερα.
Ο καθηγητής Οικονομίδης, με το μεγάλο και στιβαρό έργο του, μας δείχνει ανάγλυφα τη σχέση της Λαογραφίας με το παρελθόν, το δρόμο δηλαδή που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιστορική Λαογραφία. Ουσιαστικά ακολουθεί την ιστορικοσυγκριτική μέθοδο του πατέρα της ελληνικής Λαογραφίας Ν.Γ. Πολίτη, το συγκριτικό σκέλος της οποίας εντοπίζει κυρίως στα βαλκανικά και δευτερευόντως στα ευρωπαϊκά εθνογραφικά παράλληλα. Αν κάτι προσδιορίζει ωστόσο τις μελέτες του, αυτό είναι το πρώτο, το ιστορικό σκέλος της μεθόδου που ακολουθεί, αφού η καλή γνώση των πηγών και η μεγάλη φιλολογική του εμπειρία, του επιτρέπουν να κινείται σε κείμενα διαφόρων εποχών, ανιχνεύοντας και τεκμηριώνοντας απ’ αυτές, που αποτέλεσαν αντικείμενο και των πρώτων λαογράφων, για να εκληφθούν αργότερα ως ψόγος από τους «ανθρωπολογίζοντες» ομοτέχνους μας.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι δεν υπάρχει ούτε μία μελέτη του, που να μη δείχνει όλον αυτόν τον φιλολογικό οπλισμό, και να μην παρουσιάζει ανάγλυφα τα σημάδια της ιστορικοσυγκριτικής μεθόδου. Αποκορύφωμα της τάσης αυτής αποτελεί η εκτενής μελέτη του με τίτλο «”Χρονογράφου” του Δωροθέου τα λαογραφικά», δημοσιευμένη, όπως προειπώθηκε, στο περιοδικό Λαογραφία. Με βάση τις δημώδεις χρονογραφίες της υστεροβυζαντινής και της μεταβυζαντινής περιόδου, ο συγγραφέας εντοπίζει και μελετά ιστορικά μια σειρά λαογραφικών στοιχείων, που εν μέρει επιζούν μέχρι σήμερα, δείχνοντας μας την καταγωγή και την προέλευση τους. Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο (όπως φαίνεται από το πλήθος των παραπομπών που του αφιερώνονται σε νεότερα μελετήματα της λαογραφικής βιβλιογραφίας μας), το οποίο διδάσκει μεθοδολογικά και παραδειγματίζει με την αξιομνημόνευτη καλλιέπεια των διατυπώσεων του.
Ανάλογες τάσεις, όπως ήδη διαπιστώθηκε, απαντούν και σε πολλές άλλες δημοσιεύσεις του καθηγητή Δ. Β. Οικονομίδη. Ενδεικτικά αναφέρονται οι μελέτες του για την τύχη στην προφορική παράδοση του ελληνικού λαού [Λαογραφία 58 (1972), σ. 3-26] και για τον θρήνο του νεκρού, το μοιρολόγι και την εθιμοτυπία του [Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 18-19 (1965-1966), σ. 11-40], όπου τα σύγχρονα λαογραφικά παραδείγματα ερμηνεύονται και διαφωτίζονται μέσω συγκρίσεων προ5 ανάλογες μορφές, που παραδίδονται από πηγέ5 και κείμενα της ελληνικής γραμματείας, διαχρονικά. Στην ίδια άλλωστε κατεύθυνση κινείται και η διδακτορική διατριβή του Εμμ. Παπαδάκη, την οποία ο καθηγητής Οικονομίδης εισηγήθηκε προς την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, μαζί με τον καθηγητή Αθ. Κομίνη, το 1975 και με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μορφαί του λαϊκού πολιτισμού της Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνος κατά τας γραμματειακάς πηγάς» (Αθήνα 1976, σελίδες 206).
Αν δεχτούμε ότι τα έργα των μαθητών απηχούν, ως ένα τουλάχιστον βαθμό, αρχές και «χειραγώγηση» των δασκάλων τους, τότε στο έργο αυτό, πίσω από την ιστορική μέθοδο και προσέγγιση του συγγραφέα, ίσως μπορούμε να διαγνώσουμε και την παρουσία του λαογράφου, ενός εκ των εισηγητών της διατριβής. Η πλήρης εκμετάλλευση των λαογραφικών πληροφοριών των γραμματειακών πηγών που εξετάζονται, δείχνει το στιβαρό επιστημονικό χέρι του καθηγητή Οικονομίδη, που οδήγησε τα επιστημονικά βήματα του συγγραφέα.
Το 1997 και το 1998 ο «Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» εξέδωσε δύο τόμους υπό τον κοινό τίτλο «Εθνολογικά – Λαογραφικά» (α’ τόμος: 263 σελίδες, β’ τόμος: 375 σελίδες), όπου συγκεντρώνονται μικρά μελετήματα του Δ. Β. Οικονομίδη, μεγάλο μέρος των οποίων πρωτοδημοσιεύθηκαν ως επιφυλλίδες ημερήσιας απογευματινής εφημερίδας των Αθηνών. Η ιστορικοσυγκριτική μεθοδολογία αποτελεί τον κορμό, γύρω από τον οποίο χτίζονται και δομούνται τα κείμενα αυτά. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στα λαογραφικά θέματα, αλλά παρέχει ευρύτερες εικόνες ζωής και πνευματικής δημιουργίας (π.χ. στα σχετικά με την πνευματική ζωή της τουρκοκρατούμενης Θράκης: α’ τόμος, σ. 102 – 122, τα σχετικά με τα απόκρυφα και τα λαϊκά κείμενα: α’ τόμοι, σ. 150 – 162, τον βογομιλισμό και τις λαϊκές παραδόσεις: α’ τόμος, σ. 207-224, τα προνόμια και τις κοινότητες της τουρκοκρατίας: β’ τόμος, σ. 69 – 74, τους Μακεδόνες στην Αυστροουγγαρία: β’ τόμος, σ. 135 – 163, τον νεοελληνικό διαφωτισμό β’ τόμο5, σ. 355 – 374 κ.λπ.).Έτσι, ο καθηγητής Οικονομίδης συνεχίζει να διδάσκει και μακριά από το πανεπιστημιακό βήμα, δια των κειμένων του, ενώ μας δείχνει τη βαθιά φιλολογική γνώση και την ιστορική του κατάρτιση, που τον βοηθούν να εντάσσει τα θέματα του στο σωστό περιβάλλον και να τα ερμηνεύει ιστορικά.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο τρόπος αυτός επιστημονικής λαογραφικής εργασίας δεν είναι πια δημοφιλής ανάμεσα στους νεότερους λαογράφους μας, γιατί απαιτεί φιλολογική κατάρτιση όχι τυχαία, εξοικείωση με τα κείμενα, εντρύφηση στις πηγές και αρχαιογνωσία, ειδικεύσεις που αποκτούνται με μόχθο, και οπωσδήποτε είναι δυσκολότερες από την απλή «μεταφορά» ξένων θεωρητικών σχημάτων. Οι λαογραφικές σπουδές αποκτούν ολοένα και πιο εμφανείς κοινωνικούς προσανατολισμούς, και αυτό είναι ορθό και επιβεβλημένο, κακώς όμως συνδυάζεται με την απομάκρυνση από τις πηγές, χωρίς τις οποίες η ιστορική προοπτική της λαογραφικής μεθόδου καταντά κενό γράμμα. Η εγκατάλειψη της ιστορικής θεώρησης των λαογραφικών φαινομένων μπορεί να δείχνει τη λαογραφία πιο «μοντέρνα», δεν ανταποκρίνεται όμως με την ίδια τη φύση των πραγμάτων και το ιστορικό βάθος των δεδομένων της Λαογραφίας. Γι’ αυτό άλωστε και ο καθηγητής Μ.Γ. Μερακλής έχει γράψει για την ιστορικότητα των λαογραφικών φαινομένων, και για την κοινωνικοϊστορική μέθοδο, με την οποία πρέπει να γίνεται η προσέγγιση και η μελέτη τους.
Την ευκολία και την έλλειψη εφοδίων έρχεται να συμπληρώσει και η έννοια του σύγχρονου, αφού η Ανθρωπολογία των καιρών μας αντιμετωπίζει την ιστορική λαογραφία ως την προεπιστημονική αμέθοδη κληρονομιά της, προσπαθώντας ουσιαστικά να σφετεριστεί το αντικείμενο και τα επιτεύγματα της.
Κι έτσι, εφαρμόζει η ίδια στην πράξη αυτό που κατηγορεί στη Λαογραφία, την επιλεκτική δηλαδή μελέτη και χρήση δεδομένων. Ο φόβος του «ανθρωπολογικού ψόγου», που επικρέμαται σε κάθε προσπάθεια ιστορικοσυγκριτικής μελέτης, οδηγεί πολλούς λαογράφους να «κοινωνιολογίζουν» και να «εθνολογίζουν», αποποιούμενοι κάποτε και την ίδια την ιδιότητα του λαογράφου· γι’ αυτά όμως θα γίνει ειδικότερος λόγος αλλού. Ό,τι εδώ μας ενδιαφέρει είναι ότι τα κείμενα του καθηγητή Οικονομίδη φαίνονται ως νησίδες μέσα στο πέλαγος μελετών, οι συντάκτες των οποίων δείχνουν να ξεχνούν το επιστημονικό παρελθόν της επιστήμης τους, ή ακόμη και να ντρέπονται γι’ αυτό.
Οι μελέτες του Δ.Β. Οικονομίδη δείχνουν, σε όποιον μπορεί να διαβάσει και πίσω από τις αράδες τους, ότι π λαογραφία είναι και η ιστορία της καθημερινότητας. Πέρα από επιστπμονικές συμβολές και από αποδείξεις της σοφίας του συγγραφέα τους, αποτελούν και μεθοδολογικό υπόδειγμα, για όποιον θα ήθελε να ασχοληθεί με την ιστορική – ή αρχαιολογική – Λαογραφία μας, έναν κλάδο της επιστήμης μας με μεγάλο παρελθόν και με σημαντικές προοπτικές για το μέλλον, ιδίως αν οι πληροφορίες των πηγών εξεταστούν και με μια γενικότερα κοινωνική προοπτική, στο πλαίσιο της κοινωνικοϊτορικής μεθόδου που προαναφέρθηκε.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης, πέρα από τις επιμέρους πραγματεύσεις των κειμένων ή των ζητημάτων που τον απασχολούν, μας δείχνει ότι ο λαογράφος δεν πρέπει να ξεχνά και τις φιλολογικές ρίζες του, αφού η ιστορική θεώρηση του υλικού του τον διαφοροποιεί και από άλλους, συναφείς κλάδους του επιστητού. Η σχέση του αυτή με την ιστορική λαογραφία, αποτυπωμένη θεωρητικά και στο μελέτημά του για την ιστορία της επιστήμης μας [«Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής λαογραφίας», Λαογραφία 35 (1987 -1989), σ. 11 - 86], στηρίζεται στην πραγματικότητα της ιστορικότητας του ελληνικού λαού και των έργων του, που υποστηρίχθηκε με πάθος απ’ όλους τους σημαντικούς λαογράφους μας, με εξέχοντες τον Ν.Γ. Πολίτη, τον Στίλπ. Κυριακίδη και τον Γ. Μέγα, αλλά και τους Γ.Κ. Σπυριδάκη, Δ.Α. Πετρόπουλο και Δ.Σ. Δουκάτο, για να μείνουμε στις προηγούμενες γενιές των ελλήνων λαογράφων.
Γράφει σχετικά ο ίδιος ο καθηγητής Οικονομίδης, τεκμηριώνοντας θεωρητικά τη σχέση του προς την ιστορική λαογραφία [α' «Έννοια και σκοπός της Λαογραφίας», Επετηρίς Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας 24 (1975 - 1976), σ. 37]: «Είναι φυσικόν, η έρευνα των ποικίλων φαινομένων του βίου του λαού τούτου μετά την παράθεσιν και την περιγραφήν αυτών ν’ ανατρέχει εις το παρελθόν, χρησιμοποιούσα την ιστορικήν φιλολογικήν μέθοδον, χωρίς βεβαίως να μεταβάλει την Λαογραφίαν εις Ιστορίαν… Εν τη πράξει λοιπόν ουδείς εκ των τριών τούτων ερευνητών (ενν. τους Ν. Γ. Πολίτη, Στ. Κυριακίδη και Γ. Μέγα) μεταβάλλει την Λαογραφίαν εις επιστήμην ιστορικήν, ψυχολογικήν ή κλάδον της ιστορίας του πολιτισμού». Οι απόψεις αυτές δείχνουν το θεωρητικό υπόβαθρο του έργου του και στηρίζουν τις επιλογές του έναντι όσων διστάζουν να ομολογήσουν το φιλολογικό τους παρελθόν ή τις μακραίωνες ιστορικές καταβολές του αντικειμένου της επιστήμης τους.
Τόσο οι παλαιότερες μελέτες του, όπως τα «Απεραθίτικα λαογραφικά σύμμεικτα» (1940) ή «Ο «Ερωτόκριτος» εις την Ρουμανίαν» (1948), όσο και τα νεότερα συγκεντρωτικά έργα του, όπως τα βιβλία «Εθνολογικά – Λαογραφικά», τόμοι 1 (1997) και 2 (1998), «Από τα δημοτικά μας τραγούδια», τόμος 1 (1997) και «Ιστορικοφιλολογικά» (2003), δείχνουν έναν ζωντανό και εναργή επιστήμονα, που γνωρίζει με επάρκεια και καλύπτει με πληρότητα πολλούς τομείς του επιστητού, σχετικούς με την ιστορία, την φιλολογία, την λαογραφία και την παράδοση του Ελληνισμού. Καλός γνώστης των βαλκανικών θεμάτων και της βαλκανικής Λαογραφίας γενικότερα, ο Δ. Β. Οικονομίδης συνέβαλε καθοριστικά στην κατανόηση των προβλημάτων της βαλκανικής συγκριτικής Λαογραφίας και των σύγχρονων κατευθύνσεων και προσανατολισμών της λαογραφικής επιστήμης.
Όσον αφορά στην «ελληνική παραγωγή» του κρίνουμε ότι είναι περιττό να προβούμε σε αξιολογικές κρίσεις π.χ. για τη συμβολή του στη σύνταξη της ελληνικής λαογραφικής βιβλιογραφίας (συμπλήρωσε το βιβλιογραφικό κενό των ετών 1800-1906 όπως προείπαμε και συνέθεσε τις βιβλιογραφίες των ετών 1921-1938, 1948-53, 1954-58, του έτους 1959 και των ετών 1960-62) ή για τις πάμπολλες (γλωσσικού και λαογραφικού περιεχομένου) εργασίες του για τη Νάξο, ή για την εθνική σημασία του κατατεθειμένου απ’ αυτόν (στο Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών) λαογραφικού και γλωσσικού υλικού από τις αποστολές του στην ακριτική Ήπειρο και τη Δ. Μακεδονία. Οι μελέτες του π.χ. «Συμβολή εις την ιστορίαν της ελληνικής Λαογραφίας», «Λαογραφικά θέματα», «Σχέσεις της λαογραφίας προς τας φιλοσοφικάς μαθήσεις», ή οι εργασίες του για το δημοτικό τραγούδι, για τις λαϊκές παραδόσεις, τη λαϊκή ιατρική ή τα ποικίλης θεματολογίας άλλα μελετήματα του είναι έργα – σταθμοί στην ιστορία της ελληνικής λαογραφίας, σημεία αναφοράς των ερευνητών, «παραδοσιακών» και «νεοτεριστών». Είναι εργασίες – υποδείγματα για το ύφος και τη μέθοδο ανάλυσης που «απαιτούσε» η τότε καθιερωμένη (και επιβεβλημένη) «ελληνική εκδοχή» της Λαογραφίας. Επαναλαμβάνουμε την άποψη μας ότι πρέπει να κριθούν και με αυτό το πνεύμα. Ας αναφέρουμε εδώ επίσης τα πάμπολλα (υπέρ τα 150) λαογραφικά άρθρα του στο 4τομο Συμπλήρωμα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στους 12 τόμους της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας, στους 5 τόμους της Σχολικής Εγκυκλοπαίδειας, ή τα άλλα κείμενα του δημοσιευμένα υπό μορφή επιφυλλίδων στις εφημερίδες, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνουμε στην εδώ Εργογραφία του.
Επιμένουμε όμως σε τρία μελετήματα από την «ελληνική παραγωγή» του: «Η κοινωνική θέσις της Ελληνίδος κατά τίνα έθιμα του λαού», «Όνομα και ονοματοθεσία εις τας δοξασίας και συνηθείας του ελληνικού λαού», και «Το παραμύθι και ο παραμυθάς εν Ελλάδι». Με τα δύο πρώτα ο συγγραφέας τους πραγματοποίησε «άνοιγμα» προς μια κοινωνιολογική θεώρηση της Λαογραφίας, ενώ με το τρίτο υπέδειξε στους Έλληνες ομοτέχνους του την εθνογραφική μέθοδο ανάλυσης του παραμυθιού, έστω και αργά, αφού αυτή ήταν γνωστή στην Ευρώπη από τις αρχές του 20ού αι. με τις σχετικές εργασίες κυρίως Ρώσων και Ούγγρων μελετητών. Ήταν μια καινοτόμος εργασία για τη λαογραφική Ελλάδα του 1978 (είχε βέβαια προηγηθεί το παράδειγμα του Αδ. Αδαμαντίου), αφού οι αναφορές του Δ. Β. Οικονομίδη στο χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο αφήγησης, στο πρόσωπο του αφηγητή δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι όροι «ρόλος του αφηγητή», ο «αφηγητής ως προσωπικότητα», «η παράσταση της αφήγησης (performance)» και τα «συγκείμενα (το context)» που χρησιμοποιεί η σύγχρονη προαναφερθείσα μεθοδολογική ανάλυση. Η 10ετής παραμονή του στη Ρουμανία, η επαφή του με τα εκεί λαογραφικά ρεύματα, αφ’ ενός τον ανέδειξαν ως τον κύριο έλληνα ερευνητή των ρουμανικών λαογραφικών και ιστορικών θεμάτων, του έδωσαν αφ’ ετέρου την ευκαιρία να σχηματίσει μια άλλη αντίληψη για τη Λαογραφία, για τη θεματολογία, τη θεωρία της και τις σχέσεις της με τις συναφείς ανθρωπιστικές επιστήμες, κυρίως με τη Φιλολογία και την Ιστορία. Ήδη από το 1950 ασχολείται με τη «Δικανική Τέχνη» του Δημητρίου Καταρτζή και αποκαλύπτει τις σχέσεις της με το λαϊκό δίκαιο ή αναλύει σε βιβλιοκρισία του το Νομικόν Πρόχειρον του Φωτεινόπουλου. Μελετά τα λαϊκά βιβλία (και την αντίστοιχη, όπως στην Ελλάδα, επίδρασή τους στο λαϊκό ψυχισμό της Ρουμανίας), το λαϊκό θέατρο (πάμπολλες εργασίες του για το ελληνικό θέατρο του Βουκουρεστίου, έστω και με καθαρά ιστορικό προσανατολισμό, που συμβάλλουν όμως με τις βιογραφίες των θεατράνθρωπων στην ανασύνθεση του κλίματος της εποχής), ασχολείται με τις ελληνικές κοινότητες (ζωοποιό θεσμό του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίας, πνεύμονα του κοινοτικού συστήματος και του λαϊκού πολιτισμού), με τις συντεχνίες, της Κοζάνης ειδικότερα, επειδή αναγνωρίζει το «νεοτερικό» του θέματος αλλά και τη σημασία του στη μελέτη της «οικονομικοκοινωνικής εν γένει καταστάσεως του Ελληνισμού κατά τους χρόνους της δουλείας» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Αφιερώθηκε επί σειρά ετών στη μελέτη του Διαφωτισμού, σταθμού της πνευματικής ιστορίας του Ελληνισμού: εκτός του Δ. Καταρτζή ασχολήθηκε σε εκτενή εργασία του με τον Λάμπρο Φωτιάδη, με το νομικό έργο του Αθανασίου Χριστοπούλου στη Μολδοβλαχία, με τον Δανιήλ Φιλιππίδη τον Δημητριέα (τον συνεκδότη της Νεωτερικής Γεωγραφίας), με τον Διονύσιο Φωτεινό, τον Θεόφιλο Καΐρη και γράφει το 1994 εκτενή μονογραφία για το εν λόγω θέμα με τίτλο Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Μελέτησε τη λαογραφία των απόκρυφων λαϊκών κειμένων, σχεδόν ανεξερεύνητο τομέα στην ελληνική βιβλιογραφία, τις σχετικές μ’ αυτά δυιστικές (κυρίως) λαϊκές παραδόσεις, εξέτασε εθνολογικά ζητήματα των πολυεθνικών Βαλκανίων. Ο ελληνικός Τύπος της Ρουμανίας (ανεκτίμητη η προσφορά του στην υπόθεση του Ελληνισμού επί Τουρκοκρατίαςδ) τον απασχολεί σε πολλές εργασίες του. Οι εκδόσεις των ελληνικών στη Ρουμανία τυπογραφείων, τα πρόσωπα και οι διασυνδέσεις τους με την εποχή, οι εφημερίδες και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί συνιστούν με τη λεπτομερή καταγραφή τους θέματα Κοινωνικής Ιστορίας. Ακόμη και βιβλιοκρισία με θέμα τον επαγγελματικό προσανατολισμό έχει κάνει.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης δεν ασχολήθηκε μόνο με την ελληνική και τη ρουμανική Λαογραφία, αλλά και με άλλες, κυρίως βαλκανικές. Έγραψε π.χ. για το βίο και το έργο του γάλλου λαογράφου Arn. Van Gennep (1873 – 1957), για τον πολωνό λαογράφο Oscar Kolberg (1814 -1890), παρουσίασε βιβλιοκριτικά το (γερμανικά γραμμένο) βιβλίο της βουλγάρας λαογράφου Linda Sadnik για τη συγκριτική μελέτη και εξέλιξη των αινιγμάτων των Βουλγάρων, Σέρβων και «Μακεδόνων», εξέδωσε συγκριτικά τα δημοτικά τραγούδια των Βουλγάρων για τον Μιχαήλ τον Γενναίο, έγραψε τη μελέτη «Ελλήνων και Βουλγάρων πνευματικοί σχέσεις», για τους Σέρβους αντιστοίχως έγραψε «Η σερβική επανάσταση και οι Έλληνες», «Πνευματικοί σχέσεις Ελλήνων και Σέρβων», παρουσίασε τους Ούγγρους L. Vargyas και J. Manga (τα βιβλία τους πραγματεύονται τις ουγγρικές παραλογές και τη λαϊκή τέχνη των ποιμένων της Ουγγαρίας αντιστοίχως). Έκανε επίσης γνωστές κάποιες πτυχές της αλβανικής Λαογραφίας μέσα από την παρουσίαση του Β’ τόμου του γαλλόφωνου αλβανικού περιοδικού Studia Albanica, μετέφρασε στα ελληνικά το άρθρο της Emilia Comisel «Λαογραφική Έρευνα εν Αλβανία», ασχολήθηκε με τη βορειοηπειρωτική Λαογραφία, κ.λπ. Δεν είναι λοιπόν άτοπο να λεχθεί ότι η όλη εργογραφία του Οικονομίδη, μέσα από τον πλούτο της, αποδεικνύει ταυτοχρόνως την εμβρυακή κατάσταση στην οποία βρίσκονται μέχρι και σήμερα οι συγκριτικές λαογραφικές βαλκανικές σπουδές (πολύ περισσότερο αυτές των Παρευξείνιων λαών), αυτές που εκείνος δηλαδή ξεκίνησε, αλλά δυστυχώς δεν βρήκαν συνεχιστές, προφανώς εξ αιτίας και της μηδενικής γνώσης βαλκανικών γλωσσών από τους νεότερους ερευνητές.
Επιβάλλεται λοιπόν η ανάπτυξη των λαογραφικών σπουδών των βαλκανικών λαών σε κάθε επίπεδο και κυρίως στο πεδίο του σύγχρονου παραδοσιακού πολιτισμού, με τις τόσες αυξομειώσεις, τις εναλλαγές, τους μετασχηματισμούς και τις εξελίξεις που παρατηρούνται, ως απότοκα των ταραγμένων στην περιοχή καιρών μας. Κι αυτό πρέπει να γίνει με τη συνεπικουρία των άλλων συναφών επιστημονικών κλάδων, όπως η Εθνολογία, η Κοινωνική και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία. Με τον τρόπο αυτό η αναμφισβήτητη ελληνική συμβολή στη διαμόρφωση των βαλκανικών παραδοσιακών πολιτισμών θα αποκτήσει και άλλη, πέραν του παρελθόντος, διάσταση, θα προβληθεί στον άξονα της συγχρονίας. Επιπλέον, μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί παρά να στηρίζεται και στις παλαιότερες βιβλιογραφικά τεκμηριωμένες και με γνώση του υλικού εργασίες, όπως αυτές που αναδημοσιεύει ο καθηγητής Δ. Β. Οικονομίδης.
Η φιλολογική και ιστορική του παιδεία, τα πολλά του ενδιαφέροντα και η δια βίου αφοσίωση του στην επιστήμη της Λαογραφίας τον κατέστησαν μία επιβλητική μορφή στο λαογραφικό χώρο, αφού άλλωστε επί σειρά ετών υπήρξε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, και μέλος της επιτροπής έκδοσης του επιστημονικού οργάνου της, του γεραρού περιοδικού Λαογραφία.
Ο Δ.Β. Οικονομίδης συνέχισε τις επιστημονικές κατευθύνσεις του Ν.Γ. Πολίτη, του Στ. Κυριακίδη και του Γ.Α. Μέγα, προεκτείνοντάς τις ως και τις αρχές του 21ου αιώνα. Γλυκός, πράος και μειλίχιος άνθρωπος, υπήρξε γενικότερα προσηνής και αγαπητός από τους συναδέλφους και τους μαθητές του. Στήριξε το έργο του στην αγάπη για τον Ελληνισμό και την ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Νάξο, με την ιστορία και τον λαϊκό πολιτισμό της οποίας ασχολήθηκε επί μακρόν. Αποτελεί, γι’ αυτό, υπόδειγμα επιστήμονα αφοσιωμένου στο έργο του, υπόδειγμα συνέπειας και ήθους για όλους τους μεταγενέστεροι λαογράφους.
Τέλος, η εργογραφία του, μαζί με όσα προηγήθηκαν, φανερώνει τη συμβολή του τιμωμένου στη μελέτη της ιστορίας και του λαϊκού πολιτισμού του ελληνικού λαού και δικαιολογεί την τιμή της αφιερώσεως του παρόντος τόμου, αλλά και τον επάξιο τίτλο του «Νέστορος της ελληνικής λαογραφίας», με τον οποίο και ξεκινήσαμε αυτό εδώ το κείμενο”.
Το έστειλε το xoroballomata.wordpress.com
Δευτέρα, Ιουλίου 19, 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου