Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι,
Κατανοώ απόλυτα τους έντονους προβληματισμούς και τη συναισθηματική πίεση όλων των βουλευτών και όλων των στελεχών της παράταξής μας.
Σε όλους εμάς έτυχε ο κλήρος των δύσκολων αποφάσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά, εξάλλου .
Πολλές φορές στο παρελθόν, η παράταξη της ΝΔ ήταν αυτή που κλήθηκε να πάρει τις σημαντικές και κρίσιμες αποφάσεις για τη χώρα μας.
Πιστεύω ότι, όπως παλαιότερα έτσι και τώρα, θα αναμετρηθούμε με την...............
ιστορική ευθύνη που μας αναλογεί και θα φανούμε άξιοι της εθνικής συνείδησης με την οποία πολιτεύτηκε πάντοτε η ΝΔ.
Ήρθε η ώρα να αποδείξουμε, με πράξεις και όχι λόγια, ότι σε ένα περιβάλλον οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας, είμαστε η δύναμη της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν μου αρέσουν τα πολλά λόγια, οι προσχηματικές υπεκφυγές και η ωραιοποίηση των καταστάσεων. Και πιστεύω ότι σε κανέναν δεν αρέσουν αυτή τη στιγμή.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, με άμεσο, ευθύ και ειλικρινή λόγο να μοιραστώ μαζί σας κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή των ζητημάτων που αφορούν στο Υπουργείο Εργασίας και ειδικότερα των εργασιακών θεμάτων.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν διάχυτοι προβληματισμοί και απορίες για τα εργασιακά θέματα. Είναι απολύτως κατανοητό και δικαιολογημένο.
Γιατί η σχετική δημόσια συζήτηση, όλο αυτό το διάστημα, ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη και, σε μεγάλο βαθμό, προβληματική.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η ψύχραιμη και ρεαλιστική αξιολόγηση των πραγμάτων δεν αποτελεί το «δυνατό» σημείο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα. Οι εντυπώσεις, τα θολά και αμφίσημα επιχειρήματα, οι ιδεολογικές ή κομματικές εμμονές ηγεμονεύουν τη συζήτηση και υπονομεύουν το πραγματικό ζητούμενο.
Κάπως έτσι συνέβη και με τα εργασιακά. Υπήρξαν υπερβολές, δαιμονοποίηση, και μπόλικη παραπληροφόρηση.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από τη αρχή.
Ερώτημα πρώτο: έπρεπε και εάν ναι, σε ποιο βαθμό, να υπεισέλθει η κυβέρνηση σε συζήτηση με την τρόικα για τα θέματα αυτά;
Λογικό ερώτημα που διατυπώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση. Δυστυχώς, όμως υποβλήθηκε με προσχηματικό τρόπο και από πρόσωπα που ούτε η πρόσφατη πολιτική τους ιστορία ούτε η γνωστική τους υποδομή το επιτρέπει. Προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους.
Τα εργασιακά, λοιπόν, δεν είναι ένα «νέο ζήτημα» που παρουσιάστηκε ξαφνικά στην – κατά τα άλλα «ήρεμη» – ζωή μας τον τελευταίο μήνα.
Τόσο στο 1ο όσο και στο 2ο Μνημόνιο είχαν τεθεί με εμφατικό τρόπο όλα τα θέματα:
και η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης και ο νέος μηχανισμός κατώτατου μισθού και οι απαιτήσεις για μεγαλύτερη ευελιξία του χρόνου εργασίας, και άλλα πολλά.
Για κάποια από αυτά τα θέματα υπήρχε ρητή και σαφής διατύπωση, για κάποια άλλα κεκαλυμμένες και γενικόλογες αναφορές που επέτρεπαν, όμως, στην τρόικα να έρχεται και να επανέρχεται με περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της.
Στο πλαίσιο αυτό, τα περισσότερα από τα εργασιακά θέματα που συζητήθηκαν από το καλοκαίρι και μετά με την τρόικα αποτελούν «ουρές» - επαναλαμβάνω «ουρές» - προηγούμενων δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα.
Η αναμόρφωση της ΕΓΣΣΕ και οι καταργήσεις όλων των προσαυξήσεων στον κατώτατο μισθό (τριετίες, οικογενειακό επίδομα) ήταν κάποιες από αυτές τις δεσμεύσεις.
Από την άλλη, όπως προανέφερα, κάποια ζητήματα επανατέθηκαν με περισσότερο σαφή και εξειδικευμένο τρόπο, καθώς προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις θεωρήθηκαν από την τρόικα, αλλά και ενδεχομένως, από κάποιους άλλους, ως ανεπαρκείς.
Η βασική μας αρχή όταν καθίσαμε στο τραπέζι του διαλόγου ήταν ότι πρέπει πρώτα να περιμένουμε να αφομοιώσει η αγορά εργασίας τις πολλές αλλαγές που είχαν προηγηθεί (μειώσεις μισθών, επιχειρησιακές συμβάσεις, αλλαγές στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, μειώσεις χρόνου προειδοποίησης απολύσεων, κ.λπ.).
Και μετά να δούμε με ψυχραιμία και κοινωνική συνεννόηση, μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, εάν και ποιες αλλαγές χρειάζονται επιπλέον.
Αυτή την αρχή τηρήσαμε απαρέγκλιτα έως το τέλος των διαπραγματεύσεων του Υπουργείου με την τρόικα.
Και αυτό μας δικαίωσε, σε μεγάλο βαθμό.
Και εδώ έρχεται το δεύτερο ερώτημα: τι κερδίσαμε, τι χάσαμε σε αυτή τη διαπραγμάτευση;
Η οποία διαπραγμάτευση, να διευκρινίσω, συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο και αυτή την ύστατη στιγμή, με την τελική επεξεργασία και διατύπωση των διατάξεων.
Τολμώ να πω ότι αλλάξαμε και βελτιώσαμε, πέρα από κάθε προσδοκία, πολλές από τις αρχικές θέσεις της τρόικα. Θέσεις που διατυπώθηκαν στο πρώτο σχέδιο προαπαιτούμενων δράσεων για την εξασφάλιση της δόσης:
Εξασφαλίσαμε ότι δεν θα μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός. Στο νέο μνημόνιο και τις διατάξεις που θα φέρουμε για ψήφιση στη Βουλή αναφέρεται καθαρά, ότι ο κατώτατος μισθός θα παραμείνει σταθερός σε όλη τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Μα, θα μου πείτε, μπορεί να θεωρηθεί αυτό κατάκτηση;
Ναι, είναι κατάκτηση γιατί υπήρχαν πιέσεις από πολλές πλευρές να μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός. Φανερές και αφανείς. Σκεφτείτε με ρεαλισμό και μη στέκεστε μόνο στη δημόσια ρητορική διαφόρων κύκλων.
Διασώσαμε – για την ακρίβεια επαναφέραμε - τις ωριμάνσεις (τριετίες) για αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτό περιλαμβάνονταν στα προαπαιτούμενα και μάλιστα του προηγούμενου Μνημονίου, δηλαδή του ν.4046/2012 που νομοθετήθηκε το Φεβρουάριο.
Για την ακρίβεια, είχε προβλεφθεί η υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να αντικαταστήσει τους κατώτατους μισθούς της ΕΓΣΣΕ με έναν ενιαίο κατώτατο μισθό. «Γυμνό», χωρίς καμία απολύτως προσαύξηση προϋπηρεσίας και οικογενειακής κατάστασης.
Υπ΄αυτή την έννοια, επαναφέραμε ένα θεσμό (τριετίες) που για την τρόικα θεωρούνταν ήδη καταργημένος.
Προασπίσαμε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, παρά την ύπαρξη του νέου μηχανισμού καθορισμού κατώτατου μισθού.
Διασφαλίσαμε η ΕΓΣΣΕ να διαπραγματεύεται ελεύθερα κάθε κανονιστικό όρο, μισθολογικό ή μη, ανεξάρτητα και πάνω από τους ελάχιστους νομοθετημένους μισθούς, παρότι ο ν.4046 του 2012 θεσμοθέτησε την πλήρη αντικατάσταση της ΕΓΣΣΕ με το νέο σύστημα νομοθετημένου ελάχιστου μισθού.
Τώρα εναπόκειται στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να πυκνώσουν τις τάξεις των οργανώσεών τους, να ενδυναμώσουν την αντιπροσωπευτική τους βάση ώστε να εξασφαλίσουν για τα μέλη τους όρους εργασίας βελτιωμένους από τα ελάχιστα νομοθετημένα όρια που θα θέτει κάθε φορά ο νέος μηχανισμός προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.
Και θέλω να τονίσω ότι η ΕΓΣΣΕ διατηρεί τη γενικότητα και την καθολική ισχύ της, ακόμη και για όσους εργοδότες δεν είναι μέλη της, για όλα τα θεσμικά ζητήματα (άδειες, πρωτοβουλίες κοινωνικών εταίρων κ.λπ.) που προσδιορίζουν το επίπεδο ποιότητας της εργασίας. Και αυτό είναι μια κατάκτηση της τελευταίας στιγμής, ύστερα από μια επίπονη και επίμονη διαπραγμάτευση.
Προσαρμόσαμε το επίπεδο αποζημιώσεων απόλυσης κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο εξασφαλίζοντας, όμως, ταυτόχρονα την προστασία όλων των σημερινών εργαζομένων της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που έχουν μικρά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θα υπάρχει απολύτως καμία αλλαγή στις αποζημιώσεις για τους μισθωτούς που έχουν εισόδημα έως 2.000 ευρώ, δηλαδή για πάνω από το 85% του συνόλου των μισθωτών. Αυξήσαμε το χρόνο προειδοποίησης από τους 3 στους 4 μήνες.
Καταργήσαμε κάποιες διαδικασίες του ΣΕΠΕ που προσέθεταν γραφειοκρατικό βάρος στις επιχειρήσεις, αλλά διατηρήσαμε εκείνες που εξασφαλίζουν την ελεγκτική ικανότητα της επιθεώρησης εργασίας για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Αποφύγαμε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση εργασίας. Πρόκειται για σημαντικό κέρδος, καθώς δεν θα μπορεί κάποιος εργοδότης να τροποποιεί την οργάνωση του χρόνου εργασίας στην επιχείρηση με ατομική συμφωνία και το διευθυντικό δικαίωμα αλλά μόνο με επιχειρησιακές ή κλαδικές συμβάσεις - όπως δηλαδή προβλέπονταν ήδη από το 2011 – και πάντοτε στο πλαίσιο της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας.
Μιας και ακούστηκαν υπερβολές και παρερμηνείες για το χρόνο εργασίας, θέλω να δηλώσω κατηγορηματικά ότι:
δεν αλλάζει τίποτε ούτε στη 40ωρη εβδομαδιαία εργασία, ούτε στη μέγιστη μέση διάρκεια (δηλαδή μαζί με την υπερεργασία και τις υπερωρίες) των 48 ωρών εβδομαδιαίως, όπως ίσχυε πάντοτε.
Τίποτε από αυτά που ακούστηκαν περί 78 ωρών εβδομαδιαίως ή 7μερης εργασίας δεν έχουν βάση. Γιατί απλούστατα, η απάντηση του επιτρόπου Όλι Ρέν ήταν προσαρμοσμένη στην ερώτηση της κας Συλβάνας Ράπτη, η οποία ήταν εξαρχής διατυπωμένη λάθος.
Σε ό,τι αφορά στην πενθήμερη εργασία, εκείνο που αλλάζει είναι και στο λιανεμπόριο, όπως και σε όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας τόσα χρόνια, θα επιτρέπεται να καθορίζουν μόνοι τους και με κλαδικές συμβάσεις αν θα κατανέμουν την εργασία σε πενθήμερη ή εξαήμερη βάση. Αλλά, προσοχή, πάντοτε στο πλαίσιο της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας και της 48ωρης μέγιστης μέσης εβδομαδιαίας απασχόλησης (μαζί με υπερεργασία και υπερωρίες), όπως δηλαδή ίσχυε πάντοτε.
Καταληκτικά, και αυτό θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα, καταστήσαμε στην τρόικα σαφές – και έγινε αποδεκτό – ότι: Για ό,τι θα μιλάμε στη διαπραγμάτευση και για ό,τι θα συμφωνηθεί θα έχει βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και όχι κάποιες συγκεκριμένες χώρες όπως ήταν η διατύπωση του προηγούμενου μνημονίου.
Έτσι, το νέο μνημόνιο συνεργασίας αναφέρει αυτολεξεί: «…Οι μεταρρυθμίσεις στην εργατική νομοθεσία θα υλοποιηθούν ακολουθώντας τον κανόνα της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και με σεβασμό στις Ευρωπαϊκές οδηγίες και τα βασικά εργατικά δικαιώματα…»
Πρόκειται για ρήτρες που ακολουθούν το σκεπτικό και το λεκτικό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Για πρώτη φορά επίσης και σε αντίθεση με τα προηγούμενα μνημόνια, μπήκαν με δική μας επιμονή διασφαλίσεις και νέες ενέργειες, όπως:
Α) ότι οι οποιεσδήποτε συμφωνίες για το χρόνο εργασίας θα γίνονται «… με πλήρη σεβασμό στα υφιστάμενα όρια διάρκειας της εργαζόμενης εβδομάδας (συμπεριλαμβανομένης της 40ωρης εργάσιμης εβδομάδας ως αναφορά) και του ελάχιστου χρόνου ξεκούρασης για λόγους υγιεινής για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων».
Β) η Κωδικοποίηση της Εργατικής Νομοθεσίας. Η οποία, παράλληλα με την δράση της ενίσχυσης της λειτουργίας του ΣΕΠΕ, θα διασφαλίσει την συμμόρφωση προς τους εργατικούς νόμους και θα καταστήσει πιο εύκολη και απλή την εφαρμογή τους.
Γ) Νέες δράσεις για την απασχόληση με τη μορφή ολοκληρωμένων σχεδίων. Σύμφωνα με το πρότυπο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τους Νέους που ήδη έχουμε σχεδιάσει:
δηλαδή από εδώ και εμπρός τις πολλαπλές και αποσπασματικές ενέργειες υποστήριξης της απασχόλησης, τις εντάσσουμε σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο έτσι ώστε οι δράσεις να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να βελτιώνεται η στόχευση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της συμφωνίας που θα έρθει στη Βουλή και αφορά τα εργασιακά.
Είναι ένα πλαίσιο αλλαγών με τις μεγαλύτερες δυνατές βελτιώσεις που καταφέραμε να διασφαλίσουμε. Είναι μια δέσμη διαρθρωτικών μέτρων που αν τα αξιολογήσει κανείς ψύχραιμα, θα διαπιστώσει ότι το ειδικό βάρος τους στο συνολικό πακέτο μέτρων που απαιτούνται για την εκταμίευση της επόμενης δόσης δεν είναι αυτό που «πέρασε» στον τύπο και τη δημόσια συζήτηση. Με διαφορετικά λόγια, το μέγεθος των «εργασιακών» ενδεχομένως, υπό το βάρος της γενικότερης κοινωνικής φόρτισης – διογκώθηκε υπέρμετρα.
Και αυτήν ακριβώς την τεκμηριωμένη διαπίστωση, τη μετέφερα πολλές φορές στο πλαίσιο της ενημέρωσης των άλλων κομμάτων που συγκροτούν την κυβέρνηση συνεργασίας. Προφανώς και στη ΔΗΜΑΡ.
Τόνισα όμως το σημαντικότερο: πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε τη μεγάλη εικόνα. Σε μια κατεστραμμένη οικονομία - αν δεν συμφωνηθεί το πακέτο και δεν συνεχιστεί η χρηματοδότηση της χώρας – δεν θα υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα, ούτε καν εργασία. Και αυτό δεν το θέλει κανείς.
Ύστερα από όλα αυτά καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι η όποια πολιτική ένσταση, το όποιο επιχείρημα για καταψήφιση του συνολικού πακέτου στο όνομα των «εργασιακών» έχει αποδυναμωθεί. Δεν «στέκεται» πλέον ως επιχείρημα!
Για να ανακεφαλαιώσουμε και, κατά την άποψή μου, μόνο ένα στοιχείο αλλάζει σημαντικά και σε αυτό αξίζει να εστιάσουμε.
Μιλώ για το νέο μηχανισμό προσδιορισμό κατώτατου μισθού, όπου πλέον το κράτος θα έχει αποφασιστικό ρόλο ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Πράγματι, εδώ αλλάζει ο μέχρι πρότινος μηχανισμός όπου οι κοινωνικοί εταίροι μόνοι τους (χωρίς κανένα λόγο του κράτος) καθόριζαν κατώτατους μισθούς, σύμφωνα με το ν.1876/90.
Εδώ όμως πρέπει να έχετε υπόψιν σας δύο πράγματα:
Πρώτον, το μέχρι πρότινος σύστημα, δηλαδή οι κοινωνικοί εταίροι μόνοι τους να αποφασίζουν τον κατώτατο μισθό, εφαρμόζονταν μόνο στην Ελλάδα και, σε κάποιο βαθμό, στο Βέλγιο! Σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει κάποιο σύστημα παρόμοιο με αυτό που εμείς επιχειρούμε να φτιάξουμε σήμερα.
Δηλαδή, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το κράτος με τον α’ ή β’ τρόπο έχει τον αποφασιστικό ρόλο.
Και γιατί πρέπει να έχει ρόλο το κράτος; Γιατί, απλούστατα, το επίπεδο του κατώτατου μισθού πάνω στο οποίο «χτίζονται» εν συνεχεία όποιοι μεγαλύτεροι μισθοί συμφωνούν οι κοινωνικοί εταίροι σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό ή επιχειρησιακό επίπεδο, έχει σημαντικότατες δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Καταρχήν άμεσες επιπτώσεις, αφού στον κατώτατο μισθό βασίζονται μια σειρά από παροχές και επιδόματα (επίδομα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα και άλλες παροχές) τα οποία καλείται να χρηματοδοτήσει (έστω και συμπληρωματικά) το κράτος.
Σημαντικότερες όμως είναι οι έμμεσες επιπτώσεις του κατώτατου μισθού. Στη διαμόρφωση των συνολικών επιπέδων απασχόλησης, στη διευκόλυνση της εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας, στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στο δυναμισμό των εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας.
Συνεπώς, επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση των «δίδυμων ελλειμμάτων»: του δημοσιονομικού και του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών.
Το δεύτερο, πολύ σημαντικό σημείο που αξίζει να συγκρατήσετε είναι το εξής. Και το λέω για πρώτη φορά δημόσια, εδώ στην Κοινοβουλευτική Ομάδα μας.
Στις 31 Μαρτίου λήγει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που είχε συναφθεί το 2010. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει νέος μηχανισμός νομοθέτησης κατώτατου μισθού, για να κατοχυρώσουμε το όριο των 586 ευρώ.
Γιατί σε ένα περιβάλλον ύφεσης και υψηλής ανεργίας, πόσο σίγουροι αισθάνεστε ότι το όριο αυτό θα παραμείνει ως έχει και δεν θα πάει χαμηλότερα από τον Απρίλιο και μετά, αν δεν νομοθετήσουμε;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Γνωρίζω πολύ καλά, ότι κάθε τι νέο δημιουργεί εύλογες απορίες και προβληματισμούς. Πρέπει όμως να μην μας τρομάζουν οι νέες ισορροπίες στην αγορά εργασίας.
Εξάλλου, ξέρουμε όλοι πολύ καλά, ότι το μείζον πρόβλημα στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση, δεν είναι αυτές οι ρυθμίσεις που σας περιέγραψα συνοπτικά.
Το μείζον πρόβλημα είναι άλλο, είναι η μεγάλη παραβατικότητα.
Η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία. Αλλά και οι καταχρηστικές πρακτικές πολλών εργοδοτών που ακόμη και αυτή την ώρα χρησιμοποιούν την κρίση ως άλλοθι.
Η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που συνεπάγεται απίστευτο κόστος για την ελληνική οικονομία.
Μειώνει τα δημόσια έσοδα, αποδυναμώνει το ασφαλιστικό σύστημα, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και, κυρίως, παραβιάζει βασικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Αποτελεί ουσιαστικά «οικονομικό και κοινωνικό έγκλημα».
Γιατί δεν μπορεί από τη μια πλευρά να αναγκαζόμαστε να περικόψουμε συντάξεις και μισθούς, προκειμένου να εξοικονομήσουμε πόρους και από την άλλη,
κάποιοι να εκμεταλλεύονται τη σημερινή δύσκολη συγκυρία και να παρανομούν σε βάρος των εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας.
Θέλω να τονίσω ότι στην κυβέρνηση και ειδικότερα στο Υπουργείο Εργασίας δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην καίρια και αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε μορφής παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.
Πρώτα και κύρια, με την αναβάθμιση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ). Με την ενίσχυση του συμφιλιωτικού και διαμεσολαβητικού του ρόλου, αλλά και με αυστηρές κυρώσεις σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που υποτροπιάζουν συστηματικά. Παράλληλα, φέρνουμε νομοθεσία για τη θεσμική θωράκιση των στελεχών του στο πρότυπο του ΣΔΟΕ και την αυστηροποίηση των ποινών για την αδήλωτη εργασία. Δρομολογήσαμε μάλιστα, σε συνεργασία με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Δένδια τη συνδρομή της Οικονομικής Αστυνομίας για να επικουρήσει συμπληρωματικά το δύσκολο έργο των επιθεωρητών εργασίας στον εντοπισμό της αδήλωτης εργασίας.
Είναι αλήθεια, ότι οι ευθύνες δεν ανήκουν αποκλειστικά σε όσους συμμετέχουν σε μια παράβαση. Αναγνωρίζω ότι η ίδια η πολιτεία πρέπει πρώτη να άρει τα κίνητρα που ωθούν κυρίως τους εργοδότες – κάποιες φορές και τους ίδιους τους εργαζόμενους - σε πρακτικές μαύρης εργασίας.
Για αυτό το λόγο, πιστεύω ότι η απλοποίηση της νομοθεσίας και η σταδιακή ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας είναι κρίσιμη προτεραιότητα. Ήδη το νέο σύστημα ηλεκτρονικής διασύνδεσης ΣΕΠΕ –ΟΑΕΔ που το ξεκινήσαμε στις 15 Οκτωβρίου, έχει εξυπηρετήσει πάνω από 21.000 επιχειρήσεις.
Πρόκειται για σημαντικότατο βήμα απλοποίησης και μείωσης γραφειοκρατικών βαρών. Με αυτό το σύστημα, δεν θα χρειάζεται πλέον ο εργοδότης να παρίσταται αυτοπροσώπως για να υποβάλλει τις νέες προσλήψεις, τα προγράμματα εργασίας, κ.λπ.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν μπορεί να μονοπωλεί την προσοχή μας η συζήτηση για τα μνημονιακά και τις ρυθμίσεις. Υπάρχει και η πραγματική οικονομία, η πραγματική αγορά εργασίας, στην οποία προχωρούμε πολλά και σημαντικά.
Από εκεί και πέρα, όμως, θα είμαστε, αυστηρότατοι, αμείλικτοι στην εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργοδοτών που παρανομούν συστηματικά, οι ποινές θα φτάνουν μέχρι και το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Ήδη σε εφαρμογή της νομοθεσίας για την απασχόληση λαθρομεταναστών (ν.4052/2012) έχουμε προχωρήσει στο κλείσιμο 20 επιχειρήσεων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εξήγησα, νομίζω, αναλυτικά πως έχουν τα πράγματα στα εργασιακά. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία, συμφωνήσαμε εν τέλει αλλαγές που αν συνδυαστούν με μέτρα ανάπτυξης, αμέσως μετά τον κάβο των μέτρων και της δόσης, θα έχουν ευεργετικό αντίκτυπο. Και για την οικονομία και για την ίδια την εργασία.
Δεν έκανα την εισήγηση αυτή, προκειμένου να ενισχύσω την κομματική αυτοπεποίθησή μας ή για να γίνουμε περισσότερο πειστικοί στην κοινωνία. Ή τουλάχιστον όχι μόνο για αυτά.
Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση των θεμάτων και να σταθούμε με ψύχραιμο, θετικό και ενεργητικό τρόπο απέναντι στις αλλαγές.
Γιατί, σε μια οικονομία που αλλάζει, δεν μπορεί όλα τα άλλα – ακόμη και οι εργασιακές σχέσεις – να μένουν προσκολλημένα στο παρελθόν και σε αγκυλώσεις που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις αλλαγές.
Μην ξεχνάτε εξάλλου ότι, κατά μια έννοια, σήμερα πληρώνουμε το τίμημα της αναβλητικότητας άλλων εποχών. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι, σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, η αδράνεια και η ακινησία είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αποτυχία.
Το ζήτημα είναι οι αλλαγές να γίνονται με έναν τρόπο που θα διαφυλάσσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα προάγει την οικονομική ανάπτυξη.
Για αυτό το λόγο, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι αναγκαία η κοινωνική συνεννόηση και η συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά εργασίας.
Οι εφικτές λύσεις και απαντήσεις στις δύσκολες ασκήσεις που μας θέτει η πραγματικότητα δεν μπορούν να προέλθουν πλέον από «κλειστά» και μεμονωμένα πεδία αποφάσεων, ούτε μόνο από την κυβέρνηση, ούτε μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους.
Απαιτούν τη σύναψη «Νέων Κοινωνικών Συμφωνιών», ώστε με μικρά και μεγάλα βήματα να βελτιώσουμε την ποιότητα και τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας,
να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη, να κατακτήσουμε υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής συνοχής.
Ας πάρουμε διδάγματα προσαρμοστικότητας από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες στις οποίες η κουλτούρα συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών,
το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και κοινής συναντίληψης για τα κρίσιμα διακυβεύματα,
αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων.
Έτσι και αλλιώς, με ή χωρίς μνημόνιο, οι προκλήσεις της αγοράς εργασίας ήταν και είναι ακόμη εδώ.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι όσο πιο γρήγορα βγούμε από τη κρίση,
όσο πιο γρήγορα μπει θετικό πρόσημο στην Ανάπτυξη και την Απασχόληση,
όσο πιο γρήγορα βγούμε από την επιτήρηση,
τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσουμε καλύτερες αμοιβές και περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους στη χώρα μας.
Κατανοώ απόλυτα τους έντονους προβληματισμούς και τη συναισθηματική πίεση όλων των βουλευτών και όλων των στελεχών της παράταξής μας.
Σε όλους εμάς έτυχε ο κλήρος των δύσκολων αποφάσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά, εξάλλου .
Πολλές φορές στο παρελθόν, η παράταξη της ΝΔ ήταν αυτή που κλήθηκε να πάρει τις σημαντικές και κρίσιμες αποφάσεις για τη χώρα μας.
Πιστεύω ότι, όπως παλαιότερα έτσι και τώρα, θα αναμετρηθούμε με την...............
ιστορική ευθύνη που μας αναλογεί και θα φανούμε άξιοι της εθνικής συνείδησης με την οποία πολιτεύτηκε πάντοτε η ΝΔ.
Ήρθε η ώρα να αποδείξουμε, με πράξεις και όχι λόγια, ότι σε ένα περιβάλλον οικονομικής αστάθειας και αβεβαιότητας, είμαστε η δύναμη της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας.
Κυρίες και κύριοι,
Δεν μου αρέσουν τα πολλά λόγια, οι προσχηματικές υπεκφυγές και η ωραιοποίηση των καταστάσεων. Και πιστεύω ότι σε κανέναν δεν αρέσουν αυτή τη στιγμή.
Θα προσπαθήσω, λοιπόν, με άμεσο, ευθύ και ειλικρινή λόγο να μοιραστώ μαζί σας κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή των ζητημάτων που αφορούν στο Υπουργείο Εργασίας και ειδικότερα των εργασιακών θεμάτων.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν διάχυτοι προβληματισμοί και απορίες για τα εργασιακά θέματα. Είναι απολύτως κατανοητό και δικαιολογημένο.
Γιατί η σχετική δημόσια συζήτηση, όλο αυτό το διάστημα, ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη και, σε μεγάλο βαθμό, προβληματική.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι η ψύχραιμη και ρεαλιστική αξιολόγηση των πραγμάτων δεν αποτελεί το «δυνατό» σημείο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα. Οι εντυπώσεις, τα θολά και αμφίσημα επιχειρήματα, οι ιδεολογικές ή κομματικές εμμονές ηγεμονεύουν τη συζήτηση και υπονομεύουν το πραγματικό ζητούμενο.
Κάπως έτσι συνέβη και με τα εργασιακά. Υπήρξαν υπερβολές, δαιμονοποίηση, και μπόλικη παραπληροφόρηση.
Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από τη αρχή.
Ερώτημα πρώτο: έπρεπε και εάν ναι, σε ποιο βαθμό, να υπεισέλθει η κυβέρνηση σε συζήτηση με την τρόικα για τα θέματα αυτά;
Λογικό ερώτημα που διατυπώθηκε με ιδιαίτερη έμφαση. Δυστυχώς, όμως υποβλήθηκε με προσχηματικό τρόπο και από πρόσωπα που ούτε η πρόσφατη πολιτική τους ιστορία ούτε η γνωστική τους υποδομή το επιτρέπει. Προτίμησαν να κρυφτούν πίσω από το δάχτυλό τους.
Τα εργασιακά, λοιπόν, δεν είναι ένα «νέο ζήτημα» που παρουσιάστηκε ξαφνικά στην – κατά τα άλλα «ήρεμη» – ζωή μας τον τελευταίο μήνα.
Τόσο στο 1ο όσο και στο 2ο Μνημόνιο είχαν τεθεί με εμφατικό τρόπο όλα τα θέματα:
και η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης και ο νέος μηχανισμός κατώτατου μισθού και οι απαιτήσεις για μεγαλύτερη ευελιξία του χρόνου εργασίας, και άλλα πολλά.
Για κάποια από αυτά τα θέματα υπήρχε ρητή και σαφής διατύπωση, για κάποια άλλα κεκαλυμμένες και γενικόλογες αναφορές που επέτρεπαν, όμως, στην τρόικα να έρχεται και να επανέρχεται με περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της.
Στο πλαίσιο αυτό, τα περισσότερα από τα εργασιακά θέματα που συζητήθηκαν από το καλοκαίρι και μετά με την τρόικα αποτελούν «ουρές» - επαναλαμβάνω «ουρές» - προηγούμενων δεσμεύσεων που είχε αναλάβει η χώρα.
Η αναμόρφωση της ΕΓΣΣΕ και οι καταργήσεις όλων των προσαυξήσεων στον κατώτατο μισθό (τριετίες, οικογενειακό επίδομα) ήταν κάποιες από αυτές τις δεσμεύσεις.
Από την άλλη, όπως προανέφερα, κάποια ζητήματα επανατέθηκαν με περισσότερο σαφή και εξειδικευμένο τρόπο, καθώς προηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις θεωρήθηκαν από την τρόικα, αλλά και ενδεχομένως, από κάποιους άλλους, ως ανεπαρκείς.
Η βασική μας αρχή όταν καθίσαμε στο τραπέζι του διαλόγου ήταν ότι πρέπει πρώτα να περιμένουμε να αφομοιώσει η αγορά εργασίας τις πολλές αλλαγές που είχαν προηγηθεί (μειώσεις μισθών, επιχειρησιακές συμβάσεις, αλλαγές στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων, μειώσεις χρόνου προειδοποίησης απολύσεων, κ.λπ.).
Και μετά να δούμε με ψυχραιμία και κοινωνική συνεννόηση, μαζί με τους κοινωνικούς εταίρους, εάν και ποιες αλλαγές χρειάζονται επιπλέον.
Αυτή την αρχή τηρήσαμε απαρέγκλιτα έως το τέλος των διαπραγματεύσεων του Υπουργείου με την τρόικα.
Και αυτό μας δικαίωσε, σε μεγάλο βαθμό.
Και εδώ έρχεται το δεύτερο ερώτημα: τι κερδίσαμε, τι χάσαμε σε αυτή τη διαπραγμάτευση;
Η οποία διαπραγμάτευση, να διευκρινίσω, συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο και αυτή την ύστατη στιγμή, με την τελική επεξεργασία και διατύπωση των διατάξεων.
Τολμώ να πω ότι αλλάξαμε και βελτιώσαμε, πέρα από κάθε προσδοκία, πολλές από τις αρχικές θέσεις της τρόικα. Θέσεις που διατυπώθηκαν στο πρώτο σχέδιο προαπαιτούμενων δράσεων για την εξασφάλιση της δόσης:
Εξασφαλίσαμε ότι δεν θα μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός. Στο νέο μνημόνιο και τις διατάξεις που θα φέρουμε για ψήφιση στη Βουλή αναφέρεται καθαρά, ότι ο κατώτατος μισθός θα παραμείνει σταθερός σε όλη τη διάρκεια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Μα, θα μου πείτε, μπορεί να θεωρηθεί αυτό κατάκτηση;
Ναι, είναι κατάκτηση γιατί υπήρχαν πιέσεις από πολλές πλευρές να μειωθεί περαιτέρω ο κατώτατος μισθός. Φανερές και αφανείς. Σκεφτείτε με ρεαλισμό και μη στέκεστε μόνο στη δημόσια ρητορική διαφόρων κύκλων.
Διασώσαμε – για την ακρίβεια επαναφέραμε - τις ωριμάνσεις (τριετίες) για αυτούς που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Όπως ανέφερα προηγουμένως, αυτό περιλαμβάνονταν στα προαπαιτούμενα και μάλιστα του προηγούμενου Μνημονίου, δηλαδή του ν.4046/2012 που νομοθετήθηκε το Φεβρουάριο.
Για την ακρίβεια, είχε προβλεφθεί η υποχρέωση της ελληνικής κυβέρνησης να αντικαταστήσει τους κατώτατους μισθούς της ΕΓΣΣΕ με έναν ενιαίο κατώτατο μισθό. «Γυμνό», χωρίς καμία απολύτως προσαύξηση προϋπηρεσίας και οικογενειακής κατάστασης.
Υπ΄αυτή την έννοια, επαναφέραμε ένα θεσμό (τριετίες) που για την τρόικα θεωρούνταν ήδη καταργημένος.
Προασπίσαμε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, παρά την ύπαρξη του νέου μηχανισμού καθορισμού κατώτατου μισθού.
Διασφαλίσαμε η ΕΓΣΣΕ να διαπραγματεύεται ελεύθερα κάθε κανονιστικό όρο, μισθολογικό ή μη, ανεξάρτητα και πάνω από τους ελάχιστους νομοθετημένους μισθούς, παρότι ο ν.4046 του 2012 θεσμοθέτησε την πλήρη αντικατάσταση της ΕΓΣΣΕ με το νέο σύστημα νομοθετημένου ελάχιστου μισθού.
Τώρα εναπόκειται στους ίδιους τους κοινωνικούς εταίρους, όπως συμβαίνει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να πυκνώσουν τις τάξεις των οργανώσεών τους, να ενδυναμώσουν την αντιπροσωπευτική τους βάση ώστε να εξασφαλίσουν για τα μέλη τους όρους εργασίας βελτιωμένους από τα ελάχιστα νομοθετημένα όρια που θα θέτει κάθε φορά ο νέος μηχανισμός προσδιορισμού του κατώτατου μισθού.
Και θέλω να τονίσω ότι η ΕΓΣΣΕ διατηρεί τη γενικότητα και την καθολική ισχύ της, ακόμη και για όσους εργοδότες δεν είναι μέλη της, για όλα τα θεσμικά ζητήματα (άδειες, πρωτοβουλίες κοινωνικών εταίρων κ.λπ.) που προσδιορίζουν το επίπεδο ποιότητας της εργασίας. Και αυτό είναι μια κατάκτηση της τελευταίας στιγμής, ύστερα από μια επίπονη και επίμονη διαπραγμάτευση.
Προσαρμόσαμε το επίπεδο αποζημιώσεων απόλυσης κοντά στον κοινοτικό μέσο όρο εξασφαλίζοντας, όμως, ταυτόχρονα την προστασία όλων των σημερινών εργαζομένων της χώρας και ιδιαίτερα αυτών που έχουν μικρά και μεσαία εισοδήματα. Δεν θα υπάρχει απολύτως καμία αλλαγή στις αποζημιώσεις για τους μισθωτούς που έχουν εισόδημα έως 2.000 ευρώ, δηλαδή για πάνω από το 85% του συνόλου των μισθωτών. Αυξήσαμε το χρόνο προειδοποίησης από τους 3 στους 4 μήνες.
Καταργήσαμε κάποιες διαδικασίες του ΣΕΠΕ που προσέθεταν γραφειοκρατικό βάρος στις επιχειρήσεις, αλλά διατηρήσαμε εκείνες που εξασφαλίζουν την ελεγκτική ικανότητα της επιθεώρησης εργασίας για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων
Αποφύγαμε τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας με ατομική σύμβαση εργασίας. Πρόκειται για σημαντικό κέρδος, καθώς δεν θα μπορεί κάποιος εργοδότης να τροποποιεί την οργάνωση του χρόνου εργασίας στην επιχείρηση με ατομική συμφωνία και το διευθυντικό δικαίωμα αλλά μόνο με επιχειρησιακές ή κλαδικές συμβάσεις - όπως δηλαδή προβλέπονταν ήδη από το 2011 – και πάντοτε στο πλαίσιο της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας.
Μιας και ακούστηκαν υπερβολές και παρερμηνείες για το χρόνο εργασίας, θέλω να δηλώσω κατηγορηματικά ότι:
δεν αλλάζει τίποτε ούτε στη 40ωρη εβδομαδιαία εργασία, ούτε στη μέγιστη μέση διάρκεια (δηλαδή μαζί με την υπερεργασία και τις υπερωρίες) των 48 ωρών εβδομαδιαίως, όπως ίσχυε πάντοτε.
Τίποτε από αυτά που ακούστηκαν περί 78 ωρών εβδομαδιαίως ή 7μερης εργασίας δεν έχουν βάση. Γιατί απλούστατα, η απάντηση του επιτρόπου Όλι Ρέν ήταν προσαρμοσμένη στην ερώτηση της κας Συλβάνας Ράπτη, η οποία ήταν εξαρχής διατυπωμένη λάθος.
Σε ό,τι αφορά στην πενθήμερη εργασία, εκείνο που αλλάζει είναι και στο λιανεμπόριο, όπως και σε όλους τους άλλους κλάδους της οικονομίας τόσα χρόνια, θα επιτρέπεται να καθορίζουν μόνοι τους και με κλαδικές συμβάσεις αν θα κατανέμουν την εργασία σε πενθήμερη ή εξαήμερη βάση. Αλλά, προσοχή, πάντοτε στο πλαίσιο της 40ωρης εβδομαδιαίας εργασίας και της 48ωρης μέγιστης μέσης εβδομαδιαίας απασχόλησης (μαζί με υπερεργασία και υπερωρίες), όπως δηλαδή ίσχυε πάντοτε.
Καταληκτικά, και αυτό θέλω να το τονίσω ιδιαίτερα, καταστήσαμε στην τρόικα σαφές – και έγινε αποδεκτό – ότι: Για ό,τι θα μιλάμε στη διαπραγμάτευση και για ό,τι θα συμφωνηθεί θα έχει βάση το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και όχι κάποιες συγκεκριμένες χώρες όπως ήταν η διατύπωση του προηγούμενου μνημονίου.
Έτσι, το νέο μνημόνιο συνεργασίας αναφέρει αυτολεξεί: «…Οι μεταρρυθμίσεις στην εργατική νομοθεσία θα υλοποιηθούν ακολουθώντας τον κανόνα της διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους και με σεβασμό στις Ευρωπαϊκές οδηγίες και τα βασικά εργατικά δικαιώματα…»
Πρόκειται για ρήτρες που ακολουθούν το σκεπτικό και το λεκτικό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.
Για πρώτη φορά επίσης και σε αντίθεση με τα προηγούμενα μνημόνια, μπήκαν με δική μας επιμονή διασφαλίσεις και νέες ενέργειες, όπως:
Α) ότι οι οποιεσδήποτε συμφωνίες για το χρόνο εργασίας θα γίνονται «… με πλήρη σεβασμό στα υφιστάμενα όρια διάρκειας της εργαζόμενης εβδομάδας (συμπεριλαμβανομένης της 40ωρης εργάσιμης εβδομάδας ως αναφορά) και του ελάχιστου χρόνου ξεκούρασης για λόγους υγιεινής για ειδικές κατηγορίες εργαζομένων».
Β) η Κωδικοποίηση της Εργατικής Νομοθεσίας. Η οποία, παράλληλα με την δράση της ενίσχυσης της λειτουργίας του ΣΕΠΕ, θα διασφαλίσει την συμμόρφωση προς τους εργατικούς νόμους και θα καταστήσει πιο εύκολη και απλή την εφαρμογή τους.
Γ) Νέες δράσεις για την απασχόληση με τη μορφή ολοκληρωμένων σχεδίων. Σύμφωνα με το πρότυπο του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τους Νέους που ήδη έχουμε σχεδιάσει:
δηλαδή από εδώ και εμπρός τις πολλαπλές και αποσπασματικές ενέργειες υποστήριξης της απασχόλησης, τις εντάσσουμε σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο έτσι ώστε οι δράσεις να έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα, να αποφεύγεται η αλληλοεπικάλυψη και να βελτιώνεται η στόχευση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αυτό είναι το βασικό περιεχόμενο της συμφωνίας που θα έρθει στη Βουλή και αφορά τα εργασιακά.
Είναι ένα πλαίσιο αλλαγών με τις μεγαλύτερες δυνατές βελτιώσεις που καταφέραμε να διασφαλίσουμε. Είναι μια δέσμη διαρθρωτικών μέτρων που αν τα αξιολογήσει κανείς ψύχραιμα, θα διαπιστώσει ότι το ειδικό βάρος τους στο συνολικό πακέτο μέτρων που απαιτούνται για την εκταμίευση της επόμενης δόσης δεν είναι αυτό που «πέρασε» στον τύπο και τη δημόσια συζήτηση. Με διαφορετικά λόγια, το μέγεθος των «εργασιακών» ενδεχομένως, υπό το βάρος της γενικότερης κοινωνικής φόρτισης – διογκώθηκε υπέρμετρα.
Και αυτήν ακριβώς την τεκμηριωμένη διαπίστωση, τη μετέφερα πολλές φορές στο πλαίσιο της ενημέρωσης των άλλων κομμάτων που συγκροτούν την κυβέρνηση συνεργασίας. Προφανώς και στη ΔΗΜΑΡ.
Τόνισα όμως το σημαντικότερο: πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε τη μεγάλη εικόνα. Σε μια κατεστραμμένη οικονομία - αν δεν συμφωνηθεί το πακέτο και δεν συνεχιστεί η χρηματοδότηση της χώρας – δεν θα υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα, ούτε καν εργασία. Και αυτό δεν το θέλει κανείς.
Ύστερα από όλα αυτά καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι η όποια πολιτική ένσταση, το όποιο επιχείρημα για καταψήφιση του συνολικού πακέτου στο όνομα των «εργασιακών» έχει αποδυναμωθεί. Δεν «στέκεται» πλέον ως επιχείρημα!
Για να ανακεφαλαιώσουμε και, κατά την άποψή μου, μόνο ένα στοιχείο αλλάζει σημαντικά και σε αυτό αξίζει να εστιάσουμε.
Μιλώ για το νέο μηχανισμό προσδιορισμό κατώτατου μισθού, όπου πλέον το κράτος θα έχει αποφασιστικό ρόλο ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Πράγματι, εδώ αλλάζει ο μέχρι πρότινος μηχανισμός όπου οι κοινωνικοί εταίροι μόνοι τους (χωρίς κανένα λόγο του κράτος) καθόριζαν κατώτατους μισθούς, σύμφωνα με το ν.1876/90.
Εδώ όμως πρέπει να έχετε υπόψιν σας δύο πράγματα:
Πρώτον, το μέχρι πρότινος σύστημα, δηλαδή οι κοινωνικοί εταίροι μόνοι τους να αποφασίζουν τον κατώτατο μισθό, εφαρμόζονταν μόνο στην Ελλάδα και, σε κάποιο βαθμό, στο Βέλγιο! Σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει κάποιο σύστημα παρόμοιο με αυτό που εμείς επιχειρούμε να φτιάξουμε σήμερα.
Δηλαδή, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το κράτος με τον α’ ή β’ τρόπο έχει τον αποφασιστικό ρόλο.
Και γιατί πρέπει να έχει ρόλο το κράτος; Γιατί, απλούστατα, το επίπεδο του κατώτατου μισθού πάνω στο οποίο «χτίζονται» εν συνεχεία όποιοι μεγαλύτεροι μισθοί συμφωνούν οι κοινωνικοί εταίροι σε κλαδικό, ομοιοεπαγγελματικό ή επιχειρησιακό επίπεδο, έχει σημαντικότατες δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Καταρχήν άμεσες επιπτώσεις, αφού στον κατώτατο μισθό βασίζονται μια σειρά από παροχές και επιδόματα (επίδομα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα και άλλες παροχές) τα οποία καλείται να χρηματοδοτήσει (έστω και συμπληρωματικά) το κράτος.
Σημαντικότερες όμως είναι οι έμμεσες επιπτώσεις του κατώτατου μισθού. Στη διαμόρφωση των συνολικών επιπέδων απασχόλησης, στη διευκόλυνση της εισόδου των νέων στην αγορά εργασίας, στα επίπεδα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, στο δυναμισμό των εξωστρεφών κλάδων της οικονομίας.
Συνεπώς, επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση των «δίδυμων ελλειμμάτων»: του δημοσιονομικού και του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών.
Το δεύτερο, πολύ σημαντικό σημείο που αξίζει να συγκρατήσετε είναι το εξής. Και το λέω για πρώτη φορά δημόσια, εδώ στην Κοινοβουλευτική Ομάδα μας.
Στις 31 Μαρτίου λήγει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που είχε συναφθεί το 2010. Πρέπει οπωσδήποτε να υπάρξει νέος μηχανισμός νομοθέτησης κατώτατου μισθού, για να κατοχυρώσουμε το όριο των 586 ευρώ.
Γιατί σε ένα περιβάλλον ύφεσης και υψηλής ανεργίας, πόσο σίγουροι αισθάνεστε ότι το όριο αυτό θα παραμείνει ως έχει και δεν θα πάει χαμηλότερα από τον Απρίλιο και μετά, αν δεν νομοθετήσουμε;
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Γνωρίζω πολύ καλά, ότι κάθε τι νέο δημιουργεί εύλογες απορίες και προβληματισμούς. Πρέπει όμως να μην μας τρομάζουν οι νέες ισορροπίες στην αγορά εργασίας.
Εξάλλου, ξέρουμε όλοι πολύ καλά, ότι το μείζον πρόβλημα στην αγορά εργασίας, στην απασχόληση, δεν είναι αυτές οι ρυθμίσεις που σας περιέγραψα συνοπτικά.
Το μείζον πρόβλημα είναι άλλο, είναι η μεγάλη παραβατικότητα.
Η αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία. Αλλά και οι καταχρηστικές πρακτικές πολλών εργοδοτών που ακόμη και αυτή την ώρα χρησιμοποιούν την κρίση ως άλλοθι.
Η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας είναι ένα διαχρονικό πρόβλημα που συνεπάγεται απίστευτο κόστος για την ελληνική οικονομία.
Μειώνει τα δημόσια έσοδα, αποδυναμώνει το ασφαλιστικό σύστημα, νοθεύει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και, κυρίως, παραβιάζει βασικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Αποτελεί ουσιαστικά «οικονομικό και κοινωνικό έγκλημα».
Γιατί δεν μπορεί από τη μια πλευρά να αναγκαζόμαστε να περικόψουμε συντάξεις και μισθούς, προκειμένου να εξοικονομήσουμε πόρους και από την άλλη,
κάποιοι να εκμεταλλεύονται τη σημερινή δύσκολη συγκυρία και να παρανομούν σε βάρος των εργαζομένων και της εθνικής οικονομίας.
Θέλω να τονίσω ότι στην κυβέρνηση και ειδικότερα στο Υπουργείο Εργασίας δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην καίρια και αποτελεσματική αντιμετώπιση κάθε μορφής παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.
Πρώτα και κύρια, με την αναβάθμιση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας (ΣΕΠΕ). Με την ενίσχυση του συμφιλιωτικού και διαμεσολαβητικού του ρόλου, αλλά και με αυστηρές κυρώσεις σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που υποτροπιάζουν συστηματικά. Παράλληλα, φέρνουμε νομοθεσία για τη θεσμική θωράκιση των στελεχών του στο πρότυπο του ΣΔΟΕ και την αυστηροποίηση των ποινών για την αδήλωτη εργασία. Δρομολογήσαμε μάλιστα, σε συνεργασία με τον υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Δένδια τη συνδρομή της Οικονομικής Αστυνομίας για να επικουρήσει συμπληρωματικά το δύσκολο έργο των επιθεωρητών εργασίας στον εντοπισμό της αδήλωτης εργασίας.
Είναι αλήθεια, ότι οι ευθύνες δεν ανήκουν αποκλειστικά σε όσους συμμετέχουν σε μια παράβαση. Αναγνωρίζω ότι η ίδια η πολιτεία πρέπει πρώτη να άρει τα κίνητρα που ωθούν κυρίως τους εργοδότες – κάποιες φορές και τους ίδιους τους εργαζόμενους - σε πρακτικές μαύρης εργασίας.
Για αυτό το λόγο, πιστεύω ότι η απλοποίηση της νομοθεσίας και η σταδιακή ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας είναι κρίσιμη προτεραιότητα. Ήδη το νέο σύστημα ηλεκτρονικής διασύνδεσης ΣΕΠΕ –ΟΑΕΔ που το ξεκινήσαμε στις 15 Οκτωβρίου, έχει εξυπηρετήσει πάνω από 21.000 επιχειρήσεις.
Πρόκειται για σημαντικότατο βήμα απλοποίησης και μείωσης γραφειοκρατικών βαρών. Με αυτό το σύστημα, δεν θα χρειάζεται πλέον ο εργοδότης να παρίσταται αυτοπροσώπως για να υποβάλλει τις νέες προσλήψεις, τα προγράμματα εργασίας, κ.λπ.
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι δεν μπορεί να μονοπωλεί την προσοχή μας η συζήτηση για τα μνημονιακά και τις ρυθμίσεις. Υπάρχει και η πραγματική οικονομία, η πραγματική αγορά εργασίας, στην οποία προχωρούμε πολλά και σημαντικά.
Από εκεί και πέρα, όμως, θα είμαστε, αυστηρότατοι, αμείλικτοι στην εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.
Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις εργοδοτών που παρανομούν συστηματικά, οι ποινές θα φτάνουν μέχρι και το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Ήδη σε εφαρμογή της νομοθεσίας για την απασχόληση λαθρομεταναστών (ν.4052/2012) έχουμε προχωρήσει στο κλείσιμο 20 επιχειρήσεων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Εξήγησα, νομίζω, αναλυτικά πως έχουν τα πράγματα στα εργασιακά. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία, συμφωνήσαμε εν τέλει αλλαγές που αν συνδυαστούν με μέτρα ανάπτυξης, αμέσως μετά τον κάβο των μέτρων και της δόσης, θα έχουν ευεργετικό αντίκτυπο. Και για την οικονομία και για την ίδια την εργασία.
Δεν έκανα την εισήγηση αυτή, προκειμένου να ενισχύσω την κομματική αυτοπεποίθησή μας ή για να γίνουμε περισσότερο πειστικοί στην κοινωνία. Ή τουλάχιστον όχι μόνο για αυτά.
Το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση των θεμάτων και να σταθούμε με ψύχραιμο, θετικό και ενεργητικό τρόπο απέναντι στις αλλαγές.
Γιατί, σε μια οικονομία που αλλάζει, δεν μπορεί όλα τα άλλα – ακόμη και οι εργασιακές σχέσεις – να μένουν προσκολλημένα στο παρελθόν και σε αγκυλώσεις που όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά. Δεν πρέπει να φοβόμαστε τις αλλαγές.
Μην ξεχνάτε εξάλλου ότι, κατά μια έννοια, σήμερα πληρώνουμε το τίμημα της αναβλητικότητας άλλων εποχών. Ξέρουμε όλοι πολύ καλά ότι, σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, η αδράνεια και η ακινησία είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αποτυχία.
Το ζήτημα είναι οι αλλαγές να γίνονται με έναν τρόπο που θα διαφυλάσσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα προάγει την οικονομική ανάπτυξη.
Για αυτό το λόγο, σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι αναγκαία η κοινωνική συνεννόηση και η συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην αγορά εργασίας.
Οι εφικτές λύσεις και απαντήσεις στις δύσκολες ασκήσεις που μας θέτει η πραγματικότητα δεν μπορούν να προέλθουν πλέον από «κλειστά» και μεμονωμένα πεδία αποφάσεων, ούτε μόνο από την κυβέρνηση, ούτε μόνο από τους κοινωνικούς εταίρους.
Απαιτούν τη σύναψη «Νέων Κοινωνικών Συμφωνιών», ώστε με μικρά και μεγάλα βήματα να βελτιώσουμε την ποιότητα και τις επιδόσεις της αγοράς εργασίας,
να υποστηρίξουμε την ανάπτυξη, να κατακτήσουμε υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής συνοχής.
Ας πάρουμε διδάγματα προσαρμοστικότητας από πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χώρες στις οποίες η κουλτούρα συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών συνομιλητών,
το υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης και κοινής συναντίληψης για τα κρίσιμα διακυβεύματα,
αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων.
Έτσι και αλλιώς, με ή χωρίς μνημόνιο, οι προκλήσεις της αγοράς εργασίας ήταν και είναι ακόμη εδώ.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι όσο πιο γρήγορα βγούμε από τη κρίση,
όσο πιο γρήγορα μπει θετικό πρόσημο στην Ανάπτυξη και την Απασχόληση,
όσο πιο γρήγορα βγούμε από την επιτήρηση,
τόσο πιο γρήγορα θα αποκτήσουμε καλύτερες αμοιβές και περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους στη χώρα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου