Η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων
του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης Μαθητών/Μαθητριών PISA 2012 υπήρξε αφορμή για να ξεκινήσει
μια έντονη συζήτηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών
συστημάτων στην Ελλάδα και διεθνώς. Ειδικά για την ελληνική περίπτωση, η
δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία, στην επιδείνωση
της θέσης στην οποία κατατάσσονται οι 15χρονοι έλληνες μαθητές και μαθήτριες
διεθνώς σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις τους στα μαθηματικά, στην.....
ανάγνωση /
κατανόηση κειμένου και στις φυσικές επιστήμες, στις απόπειρες ερμηνείας του
φαινομένου και στη συζήτηση για τα μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν.
Συμμετέχοντας σε αυτή τη συζήτηση
επιθυμούμε να καταθέσουμε τη δική μας συμβολή.
1.
Η άποψη του ΚΕΜΕΤΕ
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του
Προγράμματος PISA
2012 έχει πυροδοτήσει συζητήσεις και προβληματισμούς σε παγκόσμια κλίμακα
σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών συστημάτων. Στην Ελλάδα τα
μεγαλύτερα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά, συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη των
συζητήσεων αυτών, ενώ περιορισμένη έως και ανύπαρκτη είναι η συμμετοχή των
ειδικών στη διαπραγμάτευση αυτών των θεμάτων. Έτσι, ενώ το ενδιαφέρον για την
πορεία της εκπαίδευσής μας είναι απόλυτα δικαιολογημένο, λόγω της σημασίας που
έχει η εκπαίδευση για κάθε σύγχρονη κοινωνία, οι σχετικές συζητήσεις ενδέχεται
να οδηγήσουν σε εσφαλμένες παραδοχές και συμπεράσματα και σε αναποτελεσματικές
παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των σχετικών προβλημάτων. Προς αυτή την
κατεύθυνση επιχειρεί να συμβάλει η δημόσια παρέμβαση του ΚΕΜΕΤΕ.
Κατά τον ΟΟΣΑ, τα θέματα που τίθενται
σε αυτό τον διαγωνισμό είναι πολιτισμικώς μη προκατειλημμένα (ουδέτερα) και
λειτουργούν αμερόληπτα και αντικειμενικά, καθώς η αξιολόγηση των 15χρονων
παιδιών σε όλες τις συμμετέχουσες χώρες πραγματοποιείται με εξετάσεις
αντίστοιχες με εκείνες που κάθε χώρα ακολουθεί. Αυτός ο ισχυρισμός όμως δέχεται
σοβαρή κριτική διεθνώς. Συγκεκριμένα, θεωρείται προβληματική η σύγκριση μεταξύ
διαφορετικών χωρών και η κατάταξή τους σε κοινούς πίνακες αξιολόγησης κατά
τομέα μάθησης - ένα από τα βασικά
χαρακτηριστικά του προγράμματος PISA -
τη στιγμή που τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών που συγκρίνονται, όπως
και το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά
διαμορφώνονται, είναι τόσο διαφορετικά.
Πιο αναλυτικά, διαφέρουν από χώρα σε
χώρα και οι παράγοντες που αφορούν το επίπεδο οργάνωσης και λειτουργίας των
εκπαιδευτικών συστημάτων, την κουλτούρα των εκπαιδευτικών και μαθητών, την
κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και το επίπεδο ανάπτυξης και τα κριτήρια βάσει
των οποίων αξιολογούνται τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, έχει ήδη
επισημανθεί από τον ΟΟΣΑ μια σαφής διαφορά μεταξύ των συνήθων τρόπων μάθησης σε
διαφορετικές χώρες. Στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη οι μαθητές αποδίδουν
καλύτερα στις φυσικές επιστήμες από την άποψη των θεωρητικών γνώσεων (δηλ. σε
ό,τι αφορά επιστημονικά φαινόμενα και έννοιες), ενώ στις δυτικές χώρες οι
μαθητές συνήθως κατέχουν μια καλύτερη δυνατότητα κατανόησης των επιστημονικών
διαδικασιών (που αναφέρονται σε γνώσεις σχετικά με τις φυσικές επιστήμες).
Επομένως τα αποτελέσματα του PISA
δεν μπορούν να αποτελέσουν μέτρο σύγκρισης εκπαιδευτικών συστημάτων ούτε η
κατάταξη των κρατών στην έρευνα αυτή μπορεί να θεωρηθεί ως βάση για τη
διατύπωση «οδηγιών» για τα κράτη που
συμμετέχουν σχετικά με το πώς ή τι πρέπει να αλλάξουν τα εκπαιδευτικά τους
συστήματα.
Επίσης, πρέπει να τονίσουμε ότι το
πρόγραμμα PISA
από τη φύση του δεν προσφέρεται σε μια αιτιακή ερμηνεία του φαινομένου των διαφορετικών
επιδόσεων διεθνώς ή στο πλαίσιο μιας χώρας, ενώ μπορεί να παρέχει όντως ενδιαφέροντα στοιχεία για το τι συμβαίνει σε σχέση με τον παράγοντα
της αποτελεσματικότητας. Καθώς βασίζεται σε περιορισμένο δείγμα σχολείων και
μαθητών/-τριών σε μια συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, παρέχει απλώς ένα στιγμιότυπο
των επιδόσεων της ομάδας-δείγματος, σε κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της
σχολικής ζωής.
Ωστόσο, παρά τις επιφυλάξεις αυτές,
οι εντυπώσεις που προκαλεί στη δημόσια συζήτηση και ο πολιτικός αντίκτυπος του
Προγράμματος PISA
είναι τεράστιος. Έφτασε
στο σημείο, μάλιστα, να θεωρείται από πολλούς διαμορφωτές της πολιτικής, από
σημαντικά μέσα ενημέρωσης και από παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη ως
η επαρκής απόδειξη της επιτυχίας ή αποτυχίας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Αυτό
οφείλεται, κατά ένα μέρος, στην αξιοποίηση των πινάκων που παρέχει, όπου οι
χώρες συγκρίνονται μεταξύ τους και κατατάσσονται σύμφωνα με το μέσο όρο των
αποτελεσμάτων που καθεμιά παρουσίασε. Ωστόσο, η προσπάθεια που γίνεται από το
Πρόγραμμα PISA
να εκφραστούν με ποσοτικά στοιχεία μια σειρά από ποιοτικά χαρακτηριστικά έχει
αμφισβητηθεί σε μεγάλο βαθμό από πολλούς ειδικούς επιστήμονες.
Αναφέρθηκε ήδη ως ένα από τα βασικά
συμπεράσματα του PISA
ότι, όπου τα σχολικά συστήματα διαχωρίζουν μαθητές/μαθήτριες σε διαφορετικές
εκπαιδευτικές κατευθύνσεις, τείνουν να πραγματώνουν αυτό το διαχωρισμό βάσει
της κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης των παιδιών. Το στοιχείο αυτό έχει ήδη
επιβεβαιωθεί από μια σειρά σχετικών ερευνών στο πεδίο της Κοινωνιολογίας της
Εκπαίδευσης τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Από την άλλη πλευρά, οι έρευνες
επιβεβαιώνουν ότι στις χώρες όπου ακολουθείται αντισταθμιστική εκπαιδευτική
πολιτική υπέρ των πιο υποβαθμισμένων εκπαιδευτικών περιοχών οι εκπαιδευτικές
ανισότητες και η σχολική αποτυχία μειώνονται. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα PISA έδειξε ότι ένα από τα χαρακτηριστικά
των χωρών με υψηλές επιδόσεις των μαθητών και μαθητριών τους είναι ότι έχουν
κατορθώσει να τοποθετούν κατάλληλα επιμορφωμένους εκπαιδευτικούς σε κοινωνικώς μειονεκτούντα σχολεία. Γενικότερα,
η δίκαιη κατανομή των πόρων και η εξασφάλιση επιπλέον πόρων στα μειονεκτούντα
σχολεία φαίνεται πως είναι παράγοντες που οδηγούν σε βελτίωση της
αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Αντίθετα, η μείωση των
πόρων που διατίθενται στην εκπαίδευση,
στοιχείο που χαρακτηρίζει έντονα την ελληνική περίπτωση κάτω από την ασφυκτική
πίεση των μνημονιακών πολιτικών, συναρτάται με μείωση της αποτελεσματικότητας
των εκπαιδευτικών δομών. Οι ίδιοι οι ερευνητές του PISA συνδέουν την περαιτέρω υποβάθμιση
της Ελλάδας στους πίνακες κατάταξης με την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών
σε συνθήκες κρίσης.
Σχετικό είναι και το ζήτημα της
σύγκρισης της αποτελεσματικότητας ανάμεσα στα δημόσια και στα ιδιωτικά σχολεία.
Σύμφωνα με τα πορίσματα του προγράμματος PISA φαίνεται πως είναι μικρή η μεταξύ
τους διαφορά, στην περίπτωση που η κοινωνική προέλευση των μαθητών έχει
συνεκτιμηθεί.
Επίσης, έχουμε τονίσει επανειλημμένα
το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η προσχολική και η πρωτοσχολική εκπαίδευση
στην περαιτέρω σχολική πορεία του παιδιού. Για το λόγο αυτό πρέπει να
αναβαθμιστεί, να γενικευτεί και να παρέχεται σε όλα τα παιδιά της αντίστοιχης
ηλικίας μια δημόσια προσχολική αγωγή, ενώ θετικές επιπτώσεις έχει και η
αξιοποίηση μηχανισμών πρώιμης ανίχνευσης, όπως στη Φιλανδία, για να
εντοπίζονται αρκετά νωρίς τυχόν δυσκολίες και προβλήματα που αντιμετωπίζουν.
Σε ό,τι αφορά τα παιδιά που
συναντούν ιδιαίτερες μαθησιακές δυσκολίες, ζουν σε οικογένειες κοινωνικά
αποκλεισμένες ή έχουν ειδικές ανάγκες ή και αναπηρίες, πρέπει να υπάρχει κατά περίπτωση η αντίστοιχη
δέσμη μέτρων υποστήριξης. Τα παιδιά αυτά πρέπει να φοιτούν στις συνήθεις τάξεις
και μόνο όταν συντρέχουν ιδιαίτερες συνθήκες (π.χ. πολλαπλές ή βαριές αναπηρίες)
μπορεί να επιλέγεται ένα κατάλληλα εξοπλισμένο ειδικό σχολείο. Ωστόσο, οι
πολιτικές της ένταξης προϋποθέτουν κατάλληλες υποδομές και εξοπλισμό σε κάθε
σχολείο όπως και τη στελέχωσή του με το απαιτούμενο εξειδικευμένο επιστημονικό
και βοηθητικό προσωπικό. Η εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών έχει οξύνει τα
σχετικά προβλήματα στη χώρα μας και τα παιδιά με ειδικές ανάγκες / αναπηρίες
είναι τα πρώτα που δέχονται τις αρνητικές συνέπειες της πολιτικής των
μνημονίων.
Τέλος, είναι σημαντικό το γεγονός
ότι χώρες με υψηλή απόδοση δείχνει η έρευνα πως εξασφαλίζουν καλύτερες αμοιβές
στους/τις εκπαιδευτικούς, δεδομένου ότι με αυτό τον τρόπο προσελκύουν στην
εκπαίδευση κατά τεκμήριο ικανότερο διδακτικό προσωπικό.
Ουσιαστικά, όλα τα επιχειρήματα και τα πολιτικά συμπεράσματα τα σχετικά με
την εγκυρότητα και την αξιοπιστία του Προγράμματος PISA βρίσκουν απέναντί τους ένα κρίσιμης
σημασίας ερώτημα: Κατά πόσο είμαστε βέβαιοι ότι τα χαρακτηριστικά που
παρουσιάζονται από το πρόγραμμα PISΑ όντως είναι αυτά που εξηγούν την
απόκλιση στην επίδοση των μαθητών ή είναι απλώς παράπλευρες επιπτώσεις άλλων
παραγόντων, πέρα από το πεδίο και τη κλίμακα του Προγράμματος PISA;
Για αυτούς και άλλους λόγους έχουν
εκφραστεί διεθνώς σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο να αξιοποιηθούν τα
αποτελέσματα του Προγράμματος PISA
από παράγοντες της πολιτικής προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένες
σκοπιμότητες. Αυτός ο κίνδυνος είναι διακριτός και στην πρόσφατη περίπτωση, με
την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του PISA 2012. Παράλληλα, οι σχετικές
αναφορές των μέσων ενημέρωσης τείνουν να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στους
πίνακες κατάταξης και διολισθαίνουν εύκολα σε μια απλουστευτική προσέγγιση του
τύπου «πίνακας βαθμολογίας πρωταθλήματος». Ωστόσο, η πολυπλοκότητα της
εκπαίδευσης δεν επιτρέπει τέτοιες προσεγγίσεις, στις οποίες οι μαθητές και
μαθήτριες κάποιων χωρών απεικονίζονται ως νικητές και άλλων ως ηττημένοι.
2.
Η άποψη της Education
International
Προβληματισμούς και επιφυλάξεις
περιλαμβάνει και η πρόσφατη τοποθέτηση της Διεθνούς Συνομοσπονδίας
Εκπαιδευτικών Οργανώσεων (Education International)
σχετικά με τα αποτελέσματα του Προγράμματος PISA 2012. Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωσή
της με τον τίτλο «Ανάλυση και σύνοψη από
την Education
International» (Βρυξέλλες, 2 Δεκεμβρίου 2013). Η Education International υποστηρίζει ότι υπάρχουν δύο βασικά
προβλήματα σχετικά με το PISA.
Το πρώτο είναι η χρήση των πινάκων
κατάταξης των χωρών σύμφωνα με τις επιδόσεις τους στο Πρόγραμμα PISA. Αυτή η κατάταξη είναι συχνά
παραπλανητική και άδικη. Για παράδειγμα, εκπαιδευτικά συστήματα που εμφανίζονται
κατά κοινή εκτίμηση προηγμένα συχνά καταλαμβάνουν το κατώτερο μέρος των
πινάκων. Επίσης, από την πλευρά του ίδιου του ΟΟΣΑ αναγνωρίζεται ότι εξαιτίας
της δειγματοληψίας η κατάληψη απλώς μιας θέσης στον πίνακα κατάταξης δεν είναι
ακριβής.
Δεύτερο, η μέτρηση της απόδοσης (performance) κάθε χώρας ορίζεται από τρεις μόνο
περιοχές μάθησης: την αριθμητική, την ανάγνωση και κατανόηση κειμένου και τις φυσικές
επιστήμες. Αυτές οι περιοχές είναι μεν σημαντικές, αλλά δεν μπορούν να αντιπροσωπεύσουν
την ποιότητα του μαθησιακού αποτελέσματος του σχολείου στο σύνολό του. Οι καλές
τέχνες, οι σύγχρονες ξένες γλώσσες και οι ανθρωπιστικές σπουδές (humanities) είναι μόνο κάποια παραδείγματα τομέων
μάθησης που δεν καλύπτονται από το PISA.
Το Πρόγραμμα PISA 2012, κατά την Education International, για πρώτη φορά παρέχει κάποια
ανάλυση των διαφορών στις επιδόσεις σε επίπεδο περιφέρειας και αυτό το στοιχείο
το θεωρεί θετικό, αλλά διαπιστώνει παράλληλα ότι τα περισσότερα ΜΜΕ και η κοινή
γνώμη γενικά ενδιαφέρονται για τη θέση της χώρας τους στο συνολικό πίνακα
κατάταξης των χωρών. Επιπλέον, αξίζει να αναφερθεί ότι πολλά από τα εκπαιδευτικά
συστήματα με υψηλές επιδόσεις στο παρελθόν, που ίσως εμφανίζονται τώρα να έχουν
χάσει την καλή τους θέση, στην πράξη ενδέχεται να έχουν διατηρήσει ή ακόμα και βελτιώσει
τη μέση επίδοση των μαθητών τους.
Σύμφωνα με την Education International, το κοινωνικο-οικονομικό στάτους
των μαθητών/μαθητριών παραμένει ισχυρός δείκτης πρόγνωσης της απόδοσής τους.
Κατά την έρευνα του PISA,
ένας μαθητής που πλεονεκτεί ως προς την κοινωνικο-οικονομική του θέση μπορεί να
επιτύχει ακόμα και και 39 μονάδες παραπάνω στα μαθηματικά - που ισοδυναμεί με σχεδόν ενός έτους φοίτηση
στο σχολείο – σε σύγκριση με τους λιγότερο ευνοημένους μαθητές.
Τονίζει επίσης η EI πως σύμφωνα με τα αποτελέσματα του PISA 2012 οι παρακάτω παράγοντες μπορούν
να προβλέψουν σε σημαντικό βαθμό τόσο ένα θετικό μαθησιακό περιβάλλον όσο και
τα μαθησιακά αποτελέσματα των παιδιών: (α) μια πιο ισότιμη κατανομή των πόρων
στα σχολεία μιας χώρας, (β) υπέρβαση της ταξινόμησης των μαθητών / μαθητριών
σύμφωνα με την κοινωνικο-οικονομική τους προέλευση, (γ) μεγαλύτερη αυτονομία
των σχολείων σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα σπουδών και τις παιδαγωγικές μεθόδους,
και (δ) εξασφάλιση εκπαιδευτικών υψηλής ποιότητας.
Ένα άλλο συμπέρασμα του προγράμματος
PISA είναι ότι, όταν
οι μισθοί των εκπαιδευτικών είναι υψηλοί, αυτός ο παράγοντας συσχετίζεται
θετικά με τη συνολική απόδοση των μαθητών. Αυτό το εύρημα η Education International το θεωρεί σημαντικό. Διαφωνεί όμως,
με ένα άλλο συμπέρασμα της μελέτης, ότι για να εξασφαλιστούν υψηλοί μισθοί των εκπαιδευτικών
απαιτείται να αυξηθεί ο μέγιστος αριθμός των μαθητών στην τάξη. Πιο ολιγομελείς
τάξεις και καλά αμειβόμενοι εκπαιδευτικοί αποτελούν δύο ουσιώδη συστατικά της υψηλής
ποιότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων.
Η Education International, τέλος, συμφωνεί με την άποψη που
διατυπώνεται στα συμπεράσματα του PISA 2012 ότι η ποιότητα του σχολείου συναρτάται
άμεσα με την ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού. Οι χώρες που έχουν
βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τις επιδόσεις τους τα τελευταία χρόνια κατά κανόνα
έχουν καθιερώσει πολιτικές βελτίωσης της
ποιότητας του διδακτικού τους προσωπικού μέσω της προαγωγής επαγγελματικών
κριτηρίων, της αύξησης των αποδοχών ώστε να καταστεί το εκπαιδευτικό επάγγελμα
πιο ελκυστικό στους νεοεισερχομένους σε αυτό, και της προσφοράς κινήτρων στους εκπαιδευτικούς ώστε να
παρακινούνται να συμμετάσχουν σε προγράμματα ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης.
3.
Συμπεράσματα -
προτάσεις για την Ελλάδα
Για την ουσιαστική βελτίωση της
εκπαίδευσης, ανεξάρτητα από τα όποια πορίσματα του προγράμματος PISA ή άλλων ανάλογων, πρέπει να
προωθηθούν αλλαγές στη δομή και στο περιεχόμενο του σχολείου, στις μεθόδους
διδασκαλίας και μάθησης και στην αξιοποίηση των αναγκαίων κατά περίπτωση
διδακτικών μέσων. Και ασφαλώς, από τους στόχους της εκπαίδευσης δεν πρέπει να
απουσιάζει και η καλλιέργεια των αναγκαίων δεξιοτήτων για την επίλυση
προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Επεξεργασμένες, αναλυτικές προτάσεις προς
αυτή την κατεύθυνση έχει υποβάλει η ΟΛΜΕ στους αρμόδιους παράγοντες του Υπ.
Παιδείας και αυτές είναι προσιτές σε κάθε ενδιαφερόμενο μέσω της ιστοσελίδας
της ΟΛΜΕ.
Καθώς επιβεβαιώνεται η θετική
συσχέτιση των υψηλών εκπαιδευτικών επιδόσεων με τους διατιθέμενους πόρους για
την εκπαίδευση, προκύπτει να ανάγκη όχι απλώς να διατηρηθούν αλλά και να
αυξηθούν επειγόντως οι δαπάνες για την εκπαίδευση, οι οποίες δυστυχώς όμως τα επόμενα
έτη από τα μνημόνια, τον προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο αναμένεται
να μειώνονται χρόνο το χρόνο για να φτάσουν, σύμφωνα με τις επίσημες
προβλέψεις, στο 2,15% επί του ΑΕΠ το
2016.
Για τις περιπτώσεις
μαθητών/μαθητριών με χαμηλή απόδοση και σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες, ιδίως σε
ακραίες συνθήκες κρίσης, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, υποστηρίζουμε την ανάγκη
να προωθηθούν ολοκληρωμένες αντισταθμιστικές εκπαιδευτικές πολιτικές, που θα
συνδυάζουν εκπαιδευτικά και κοινωνικά μέτρα υποστήριξης, όπως έχει προτείνει
και η ΟΛΜΕ. Έτσι, θα εξασφαλιστεί μια σημαντική ενίσχυσή τους προκειμένου να
αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις όποιες δυσκολίες συναντούν και θα αμβλυνθούν
φαινόμενα σχολικής αποτυχίας και μαθητικής διαρροής. Χρειάζεται, παράλληλα, να
εξασφαλιστούν τα κατάλληλα μέσα, το αναγκαίο εξειδικευμένο εκπαιδευτικό
προσωπικό και πρόσθετοι πόροι για τα σχολεία που αντιμετωπίζουν πιο σοβαρά
προβλήματα. Η κυβέρνηση όμως αρκείται σε γενικόλογες υποσχέσεις για την
εφαρμογή αντισταθμιστικών προγραμμάτων, ενώ ταυτόχρονα καταργεί ή αποδυναμώνει
άλλα προγράμματα ενίσχυσης των πιο «αδύνατων» μαθητών/-τριών, όπως είναι η
Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη, η Ενισχυτική Διδασκαλία, οι Τάξεις Υποδοχής και τα
Φροντιστηριακά Τμήματα για τα παιδιά με μεταναστευτική καταγωγή και τα ειδικά
μέτρα υποστήριξης για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ή και αναπηρίες.
Τέλος, θεωρούμε αναγκαίο να ληφθούν
κατάλληλα μέτρα για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού προσωπικού, που αποτελεί
το κλειδί για οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή στην εκπαίδευση. Τέτοια μέτρα είναι
η ποιοτική βελτίωση της αρχικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών στα
πανεπιστημιακά ιδρύματα, η καθιέρωση, επιτέλους, της συστηματικής, ετήσιας
διάρκειας επιμόρφωσης του εκπαιδευτικού προσωπικού με ταυτόχρονη απαλλαγή από
τα διδακτικά καθήκοντα, η ουσιαστική εισαγωγική επιμόρφωση μετά το διορισμό, η
διατήρηση και ενίσχυση του θεσμού των εκπαιδευτικών αδειών, που η κυβέρνηση
ουσιαστικά έχει καταργήσει, η θεσμοθέτηση της Μετεκπαίδευσης και για τη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, και η διεύρυνση και ενίσχυση των προγραμμάτων
ανταλλαγής εκπαιδευτικών και των υποτροφιών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Συνοψίζοντας,
ως συνδικαλιστικό κίνημα των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
έχουμε πλήρη συνείδηση των προβλημάτων και των αδυναμιών του εκπαιδευτικού μας
συστήματος, που έχουν επιταθεί αφόρητα σε συνθήκες κρίσης και εφαρμογής των
καταστροφικών μνημονιακών πολιτικών. Πιστεύουμε, όμως, ότι οδηγός στην όποια
προσπάθεια για τη βελτίωσή του δεν μπορεί να είναι οι κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ
και, γενικότερα, η φιλοσοφία και οι επιδιώξεις των δυνάμεων της αγοράς, αλλά οι
τεκμηριωμένες θέσεις και προτάσεις του εκπαιδευτικού κινήματος, που συμβαδίζουν
με τις ανάγκες και τα οράματα της ελληνικής κοινωνίας.
Παράρτημα
Κάποια επιπλέον ενημερωτικά στοιχεία σχετικά με το
Πρόγραμμα PISA
Το Πρόγραμμα PISA είναι ένα από τα ερευνητικά
εργαλεία που αξιοποιεί ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
(ΟΟΣΑ) για να συγκρίνει τις επιδόσεις των μαθητριών και μαθητών ηλικίας 15 ετών
περίπου σε τρεις τομείς του σχολικού προγράμματος: στα μαθηματικά, στην ανάγνωση / κατανόηση
κειμένου και στις φυσικές επιστήμες. Είναι προφανές ότι η χρήση αυτού του
εργαλείου εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προτεραιοτήτων και των
στοχεύσεων του ΟΟΣΑ.
Με τα αποτελέσματα που προκύπτουν
από το πρόγραμμα αυτό δίνεται η δυνατότητα να γίνουν συγκρίσεις όχι μόνο μεταξύ
διαφορετικών χωρών αλλά και διαχρονικά, για κάθε χώρα και συνολικά, καθώς το
πρόγραμμα PISA
άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Όπως αναφέρεται από τον ΟΟΣΑ: «Όλοι
οι κύκλοι, οι τομείς του αναγνωστικού, μαθηματικού και επιστημονικού
εγγραμματισμού καλύπτονται όχι τόσο από την άποψη της πλήρους γνώσης του
προγράμματος σπουδών, όσο από την άποψη των βασικών γνώσεων και των
δεξιοτήτων που απαιτούνται στην ενήλικη ζωή. Συγκεκριμένα, το πρόγραμμα PISA εστιάζει στην ικανότητα των μαθητών
να υπολογίζουν κατά προσέγγιση, με βάση
όσα γνωρίζουν, και να εφαρμόζουν δημιουργικά τη γνώση στις νέες καταστάσεις.»
Αρχικά, το πρόγραμμα PISA κάλυπτε μόνο τις χώρες του ΟΟΣΑ, ο
οποίος και πήρε την πρωτοβουλία για την πραγματοποίησή του. Σταδιακά, όμως,
επέκτεινε το πεδίο του, ώστε να συμπεριλάβει και τις χώρες εταίρους του ΟΟΣΑ,
όπως επίσης και άλλες χώρες.
Στο πρόγραμμα PISA οι μαθητές που αποτελούν το
«δείγμα» της έρευνας επιλέγονται τυχαία στις συμμετέχουσες χώρες και
υποβάλλονται σε δίωρες γραπτές δοκιμασίες. Στο πλαίσιο της δοκιμασίας ζητείται
από τους μαθητές και μαθήτριες τόσο να αναπτύξουν δικές τους απαντήσεις σε
σχετικά ερωτήματα όσο και να απαντήσουν σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου