Ο Σύλλογος Δανακιωτών της Αθήνας την Κυριακή, 1 Απριλίου 2012 το απόγευμα στην λέσχη του Συλλόγου στο Γαλάτσι, πραγματοποίησε εκδήλωση με θέμα: «Η ΑΞΩΤΟΒΟΥΡΛΙΩΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΣΑΦΟΥ- ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΙ ΣΤΕΦΑΝΗΣ ΤΣΑΦΟΣ» βασισμένη στο έργο “Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ” του φιλόλογου-συγγραφέα, τέως βουλευτή και υφυπουργού παιδείας και θρησκευμάτων κύριου Νίκου Λεβογιάννη.
Ο πρόεδρος Στέλιος Δρυμαλίτης έδωσε το έναυσμα με τον χαιρετισμό του και στην συνέχεια ο κύριος Νίκος Λεβογιάννης ο οποίος ήταν ο κεντρικός ομιλητής της εκδήλωσης και συντονιστής της..... διαδικασίας ανέπτυξε το θέμα λέγοντας πως «Τον Μάρτιο του 1997 ο Δήμος Καισαριανής έδωσε σ' ένα δρόμο το όνομα "Οδός ΑΔΕΛΦΩΝ ΤΣΑΦΟΥ", τιμώντας τη μνήμη τεσσάρων αδελφών, αξωτοβουρλιωτών προσφύγων, που έδωσαν το παρόν και δύο απ’ αυτούς τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας εναντίον των Γερμανών».
Στη συνέχεια ο ομιλητής ανέπτυξε «τη δράση και τον ηρωικό θάνατο των δύο παλικαριών Μανώλη και Στεφανή Τσάφου, που γεννήθηκαν στα Βουρλά από τον Δανακιώτη Δημητρό Τσάφο, ήρθαν διωγμένοι και ξεριζωμένοι από τον τόπο που γεννήθηκαν το 1922, για να δώσουν την ζωή τους αντιστεκόμενοι στους Γερμανούς κατακτητές».
Στη συνέχεια η κυρία Αναστασία Παγωνίδου Δρυμαλίτου στην ομιλία της αναφέρθηκε στη σχέση της ηρωικής οικογένειας Τσάφου με το χωριό Δανακός, αναπτύσσοντας το θέμα “Το Γενεαλογικό δέντρο των Τσάφων”. Ξεκινώντας από τα τέλη του περασμένου αιώνα μέχρι τις μέρες μας ταξίδεψε τους παρευρισκόμενους από το Δανακό στα Βουρλά της Μικράς Ασίας και έπειτα στου Ψυρρή της Αθήνας ξετυλίγοντας το γενεαλογικό κουβάρι. Τέλος, αναγνώστηκαν λογοτεχνικά αλλά και ιστορικά κείμενα σχετικά με το θέμα, από την νηπιαγωγό Χάιδω Δρυμαλίτου, από τη φιλόλογο – ηθοποιό Ράνια Φουρλάνου και από την απόφοιτη Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ηθοποιό Κατερίνα Μπαλαμώτη.
Την εκδήλωση παρακολούθησαν πολλοί Δανακιώτες αλλά και επιφανείς προσωπικότητες του νησιού μας όπως οι κ.κ Μαστορόπουλος, Χωριανόπουλος, Προμπονάς, κ.α., οι οποίοι έκαναν θετικές παρεμβάσεις και συνεχάρηκαν τους διοργανωτές της εκδήλωσης για την πρωτοβουλία τους να ασχοληθούν με ένα θέμα που μέχρι σήμερα λίγοι γνώριζαν, το οποίο τιμά και αναδεικνύει όχι μόνο το Δανακό αλλά και όλη τη Νάξο, ενώ όλοι στάθηκαν στην άψογη οργάνωση και επιμέλεια της εκδήλωσης και αποχώρησαν ευχόμενοι να γίνουν και άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις για το θέμα.
Ομιλία στον Σύλλογο Δανακιωτών για τους Αξωτοβουρλιώτες αγωνιστές
Μανώλη και Στέφανο Τσάφο
Νίκος Λεβογιάννης-1 Απριλίου 2012
«Της τύχης ήτανε γραφτό κι αυτό να το περάσω
μεσ’ τα Βουρλά να γεννηθώ στη Νάξο να γεράσω».
Με αυτό το κοτσάκι οι Αξωτοβουρλιώτες, πρόσφυγες στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, διεκτραγωδούν τον πόνο και τη δυστυχία τους.
Στα τέλη του 18ου αιώνα στην Ιωνία της Μ. Ασίας ακμάζουν τα αστικά κέντρα των Βουρλών, των Αλάτσατων και του Τσεσμέ, περιστοιχισμένα από πλήθος χωριά με ελληνικής καταγωγής κατοίκους. Στην περιοχή αυτή και ιδιαίτερα σ’ εκείνη των Βουρλών οι Ναξιώτες μετανάστες αποτελούν την πλειοψηφία και είναι πολλές χιλιάδες.
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς θα γίνουν αμπελουργοί εργάτες αρχικά μεγαλοκτηματίες στη συνέχεια. Ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Δημήτρης Τσάφος, που βρέθηκε στα Βουρλά γύρω στα 1880, όπου δούλεψε σκληρά τη γη, φύτεψε αμπέλια, απέκτησε μεγάλη περιουσία κι έκαμε πολυμελή οικογένεια.
Χαρακτηριστική περίπτωση επίσης επιτυχημένου Ναξιώτη είναι ο Γ. Τενεκίδης ή Τενεκές, παππούς του ποιητή Γιώργου Σεφέρη από την μητέρα του. Όπως γράφει ο ίδιος ο Σεφέρης, ο Γ. Τενεκίδης ήταν πλούσιος κτηματίας που έζησε κυρίως στα Βουρλά και η Σκάλα των Βουρλών ήταν σχεδόν αποκλειστικό του δημιούργημα.
τα Βουρλά της Μ. Ασίας μια Ναξιώτικη πόλη στην Ιωνία
Τα Βουρλά εξελίχτηκαν σε «μια άλλη Νάξο μέσα στην Τουρκιά», τη Νάξο της Ανατολής. Οι πρώτοι χριστιανοί οικιστές των Βουρλών, σύμφωνα με ένα θρύλο, ήταν σαράντα περίπου εργάτες από τη Νάξο και τις Κλαζομενές, οι οποίοι εργάζονταν στα κτήματα του Αγά της περιοχής. Η ελληνική κοινότητα των Βρυούλλων (Βουρλών), ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα.
Παρουσία ναξιωτών μεταναστών στα Βουρλά και στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου της Ερυθραίας έχουμε πολύ πριν από το 1821, από τον 18ο αιώνα. Αλλά ο κύριος όγκος των Ναξιωτών μετανάστευσε εκεί την περίοδο από το 1830 μέχρι το 1897, οπότε η μετανάστευση ήταν μαζική και συμπίπτει με την ανάπτυξη της αμπελουργίας στα Βουρλά.
Στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Ναξιώτες των Βουρλών αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων κατοίκων τους και θα μπορούσε να υποστηρίξει κανένας ότι ήταν σχεδόν όσοι και οι κάτοικοι της Νάξου τότε.
Η μετανάστευση στα παράλια της Μ. Ασίας σταμάτησε ολοκληρωτικά το 1897, λόγω κυρίως της καταστροφής των αμπελώνων από τη φυλλοξήρα, αλλά και της μετανάστευσης στην Αμερική, που άρχισε τότε και πήρε τεράστιες διαστάσεις.
Αρκετοί Ναξιώτες των Βουρλών ασχολήθηκαν και με το εμπόριο της σταφίδας και δημιούργησαν μεγάλους εμπορικούς οίκους (Αφοι Κορρέ, Γ. Τζαννετής, Γ. Τενεκίδης-Τενεκές, κ.α.).
Η Φιλιώ Σιδερή-Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «τρεις αιώνες μια ζωή» περιγράφει τη ζωή στα Βουρλά, στις αρχές του 20ου αιώνα κι ως τη Μικρασιατική καταστροφή και μιλάει με θαυμασμό για την προκοπή των Ναξιωτών μεταναστών, τη ζωή και τη δράση του πατέρα της Δημήτρη Σιδερή από την Κόρωνο Νάξου. Οι Ναξιώτες των Βουρλών ανέπτυξαν και σημαντικές κοινωνικές δραστηριότητες, ίδρυσαν εκκλησιές, σχολεία, ορφανοτροφεία κ.λπ., ενώ ανέδειξαν επιστήμονες, εμπόρους, μεγαλοκτηματίες κ.λπ.
τα ξακουστά παλικάρια των Βουρλών
Οι Έλληνες των Βουρλών φημίζονταν και για την παλικαριά τους, στην οποία ξεπερνούσαν και αυτούς τους Αϊβαλιώτες. Ο Γ. Καψής στο βιβλίο του «Χαμένες Πατρίδες» γράφει: «…Εκείνος που γνωρίζει τι θα πει Βουρλιώτης, δεν μπορεί ν’ αμφιβάλλει. Είχαν τα όπλα ζωσμένα στα ζωνάρια τους, γιατί λάτρευαν τον πόλεμο... Ήταν το καμάρι της Ερυθραίας και πολλοί Σμυρνιοί κατέφευγαν στα Βουρλά για να ζήσουν, έστω και λίγο, ελεύθεροι-γιατί ήταν ένα κομμάτι ελεύθερης ελληνικής γης.. ...Όπως και στ’ Αϊβαλή, έτσι και στα Βουρλά, οι Τούρκοι είχαν συνθηκολογήσει με τους Χριστιανούς. Τους άφηναν ανενόχλητους να ζουν στο χωριό τους»..
η αγάπη των Βουρλιωτών στον Ελ. Βενιζέλο
Οι Βουρλιώτες, λάτρευαν σαν ήρωα τον Ελ. Βενιζέλο, περισσότερο από όλους τους άλλους Μικρασιάτες και αυτό δεν άλλαξε όταν επικράτησε στην Ελλάδα η βασιλική παράταξη (Νοέμβριος 1920). Πέρασαν μήνες μετά την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου στην Ελλάδα, για να κρεμάσουν την εικόνα του στην επίσημη αίθουσα της μητρόπολης στα Βουρλά.
η επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών
Οι Βουρλιώτες πατριώτες έδωσαν δυναμικά το παρόν και στην πατριωτική κίνηση ίδρυσης στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις μυστικής οργάνωσης με την ονομασία «Μικρασιατική Άμυνα» περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1921. Όταν πια κατέρρευσε πλήρως ο ελληνικός στρατός, η Επιτροπή Μικρασιατικής Άμυνας Βουρλών αποφάσισαν να μείνουν και να υπερασπιστούν την πόλη τους και άρχισαν να οργανώνουν την άμυνα της πόλης.
Τα Βουρλά τελικά κατελήφθησαν κι ο τουρκικός στρατός αναζήτησε τα μέλη της Επιτροπής Μικρασιατικής Άμυνας για να τους τιμωρήσει παραδειγματικά. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς βρήκαν τραγικό θάνατο στου «Μουσελέ τα τέλια» κι ανάμεσά τους και οι Αλέξανδρος, Αναξαγόρας και Σωκράτης Κορρές, σημαντικοί παράγοντες των Βουρλών και πολλοί άλλοι Ναξιώτες, όπως ο πατέρας της Φιλιώς Χαϊδεμένου Δημήτριος Σιδερής, ο πατέρας των Μανώλη και Στέφανου Τσάφου Δημήτρης Τσάφος με τον αδελφό του και άλλοι.
Οι Βουρλιώτες στάθηκαν όρθιοι και μετά την ήττα στον Σαγκάριο
Όταν μετά τις 15 Αυγούστου 1922 άρχισαν να περνούν απ’ τα Βουρλά τα διαλυμένα τμήματα της μεγάλης στρατιάς, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι έλληνες στρατιώτες που κατευθύνονταν προς τα παράλια για να καταφύγουν στα πλοία, τα μαύρα σύννεφα της συμφοράς άρχισαν να ζώνουν και τα Βουρλά. Πολλοί Βουρλιώτες με τις οικογένειές τους κατέφυγαν στα απέναντι νησάκια. Ο ίδιος ο Χρυσόστομος Σμύρνης τους παρότρυνε να φύγουν, γιατί τα Βουρλά «ήσαν κάρφος εις τους οφθαλμούς των Τούρκων». Οι Προεστοί όμως αποφάσισαν να μείνουν και άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες ομάδες για να ελέγχουν τις εισόδους και εξόδους της.
Μεταξύ των χριστιανών και των Τούρκων προκρίτων των Βουρλών υπήρξε γραπτή συμφωνία, που προέβλεπε την από κοινού προστασία και των δύο πλευρών σε περίπτωση βιαιοπραγιών από οποιοδήποτε Τούρκο ή Έλληνα. Οργανώθηκαν ένοπλες περιπολίες, οι οποίες ανέλαβαν την προστασία των τούρκικων συνοικιών από τους υποχωρούντες Έλληνες στρατιώτες. Ακόμη και εκείνοι που είχαν καταφύγει στα νησάκια της Ερυθραίας, επέστρεψαν στα σπίτια τους και όπως γράφει ο Ρενέ Πυώ: «επέστρεψαν όμως διά να παραστούν εις την φρικωδεστέραν τραγωδίαν, διά να ίδουν την πόλιν των πυρπολημένην και σφαγμένους και κακοποιημένους τους εαυτούς των, τας γυναίκας των να ρίπτωνται εις τα πηγάδια και διά να χαθούν και οι ίδιοι διά πυρός και σιδήρου» .
η αρχή του τέλους των Βουρλών
Το Σάββατο 27 Αυγούστου 1922 στις 10. 30 το πρωί οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη. Εκείνο το πρωινό περνούσαν από τα Βουρλά τα τελευταία τμήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού με κατεύθυνση τις ακτές. Οι Βουρλιώτες κοίταζαν τους εξαθλιωμένους και ρακένδυτος στρατιώτες περίεργα και το μόνο που τους ζητούσαν ήταν να τους δώσουν τα όπλα τους: «...Τα θέλουμε. Εσείς φεύγετε και μας αφήνετε. Μα εμείς θα μείνουμε. Έχουμε τα σπίτια μας εδώ και δεν θ’ αφήσουμε να τα πατήσουν οι Τούρκοι. Θα πολεμήσουμε, θα πεθάνουμε, μα οι Τούρκοι δεν θα περάσουν. Ο επικεφαλής του τμήματος θέλησε να τους πείσει, ότι άδικα θα χανόντουσαν. Ποιος όμως να πείσει την ατίθαση εκείνη ράτσα; Ήταν οι Κρήτες της Ανατολής, έτοιμοι να προσφέρουν ένα ακόμη Αρκάδι στην ιστορία της φυλής». Τελευταίο πέρασε από τα Βουρλά το ηρωικό και αήττητο 5/42 Σύνταγμα του Ν. Πλαστήρα το απόγευμα της Κυριακής 28 Αυγούστου. Αντί για τρομοκρατημένους χωριάτες οι εύζωνοι αντίκρισαν πάνοπλα παλικάρια να τους χειροκροτούν. Ο Ν. Πλαστήρας, που κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί, προσπάθησε κι αυτός να τους αποτρέψει. Τους παρότρυνε να φύγουν για να μη σφαγούν απ’ τους Τσέτες: «Ο πόλεμος δεν τελείωσε, τους είπε, η πατρίδα σάς χρειάζεται. Δεν έχετε το δικαίωμα να πεθάνετε άσκοπα». Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν, έμειναν αποφασισμένοι για όλα. Και ο Πλαστήρας έφυγε κρύβοντας ένα δάκρυ συγκίνησης, θαυμασμού και πόνου.
η τραγωδία των Βουρλών, η μάχη και η πυρπόληση
Στις 29 Αυγούστου 1922 μπήκαν οι πρώτοι Τσέτες στα Βουρλά κι άρχισαν τις σφαγές και τις βιαιοπραγίες. Οι Βουρλιώτες υπερασπίστηκαν με αυτοθυσία την πόλη τους μέχρι που έπεσε και το τελευταίο παλικάρι. Παρόντες στον μυθικό εκείνο αγώνα κι όλοι οι Ναξιώτες των Βουρλών. Οι απώλειες κι απ’ τις δυο πλευρές ήταν τρομακτικές, όπως τρομακτικά και δραματικά ήταν κι όσα ακολούθησαν. ‘Όταν τέλειωσε η μάχη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων αβοήθητοι κι άοπλοι οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των Βουρλών, για να βιώσουν τον τρόμο, τις δολοφονίες, τους βιασμούς, τον όλεθρο και την ολοκληρωτική καταστροφή.
Ξημερώματα του Σαββάτου 3 Σεπτεμβρίου 1922 τα Βουρλά παραδόθηκαν στις φλόγες. Με την επέκταση της πυρκαγιάς οι Βουρλιώτες βγήκαν απ’ τα σπίτια τους, που τα είχαν μετατρέψει σε φρούρια, για να μην καούν και έτσι έγιναν εύκολη βορά στα χέρια των βαρβάρων. Όσοι πρόλαβαν να ξεφύγουν κατευθύνονται προς την Σμύρνη. Την Τρίτη μέρα από την εισβολή οι Τούρκοι στρατιώτες συγκέντρωσαν στα «τέλια του Μουσελέ» όλους τους άντρες από 18-60 ετών. Άφησαν ελεύθερους μόνο τους πιο γέρους και τα παιδιά κάτω των 14 ετών.
Στα «τέλια του Μουσελέ» στη νότια ανατολική έξοδο της τουρκικής συνοικίας των Βουρλών, σ’ ένα τεράστιο χωράφι, το οποίο ο τουρκικός στρατός μετέτρεψε σε πρόχειρο στρατόπεδο συγκέντρωσης, συγκέντρωσαν τον χριστιανικό ανδρικό πληθυσμό των Βουρλών με στόχο την εξόντωσή του. Ήταν περίπου 11.000 ψυχές, από τους οποίους ελάχιστοι σώθηκαν. Ο ακριβής αριθμός όσων μαρτύρησαν εκείνες τις μέρες στο κολαστήριο αυτό είναι άγνωστος, πρόκειται όμως για πολλές χιλιάδες ψυχές. Τους έσφαζαν κυριολεκτικά «σαν αρνιά», αφού προηγούμενα τους βασάνιζαν άγρια, τους έβγαζαν τα μάτια, τους ακρωτηρίαζαν τα μέλη και τους άφηναν να πνιγούν στο αίμα τους. Πολλούς απ’ αυτούς τους οδήγησαν προς στο εσωτερικό της Μ. Ασίας για να τους εξοντώσουν με τις κακουχίες.
Απ’ το άγριο εκείνο στρατόπεδο και από την εξορία στην Ανατολή σώθηκαν μόλις 1.000 περίπου Βουρλιώτες, οι οποίοι δραπέτευσαν στη διάρκεια της πορείας και κατέφυγαν στη Σμύρνη και από εκεί στην Ελλάδα. Από τους υπόλοιπους που οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας (10.000) σώθηκαν περίπου 2.000 που αργότερα μεταφέρθηκαν και αυτοί στην Ελλάδα.
Ο Δημήτρης Τσάφος, μαζί με τον αδελφό του και άλλα ξαδέλφια του, αφού κατάφεραν να διώξουν τις οικογένειές τους στην Ελλάδα, οι ίδιοι έμειναν στα Βουρλά για να υπερασπιστούν την πόλη και τα υπάρχοντά τους και έμειναν για πάντα εκεί και βρέθηκαν κατακρεουργημένοι κι απαγχονισμένοι στην κεντρική πλατεία των Βουρλών.
Αφού Τσέτες και Τούρκοι στρατιώτες χόρτασαν τη μανία τους με λεηλασίες, βιασμούς, άγριες δολοφονίες γυναικών, παιδιών, νηπίων, γερόντων, συγκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα στο δημόσιο δρόμο των Βουρλών, για να τα οδηγήσουν υποτίθεται στην παραλία, προκειμένου να μπουν στα πλοία για την Ελλάδα. Οι ληστείες και οι βιασμοί όμως συνεχίζονταν έστω και σποραδικά, ιδιαίτερα τις νυχτερινές ώρες. Άρπαζαν τις νεαρές κοπέλες και τις βίαζαν μπροστά στις μανάδες τους, πολλές απ’ τις οποίες παραφρόνησαν, όντας ανήμπορες να σώσουν τα κορίτσια τους. Οι γέροι, οι γυναίκες και τα μικρά παιδιά, όσοι σώθηκαν από το μαρτύριο αυτό βρέθηκαν κάτω από δραματικές συνθήκες στα πλοία και εξαθλιωμένοι και απελπισμένοι έφθασαν στην Ελλάδα.
«...Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια τρανή πολιτεία που είχε στείλει 3.000 στρατεύσιμους στο μέτωπο του Σαγγάριου. Κανείς τους δεν εγύρισε. Ο υπόλοιπος αντρικός πληθυσμός πέρασε απ’ τα «τέλια» του Μουσελέ. Ήταν 11.000 ψυχές. Τα κόκκαλά τους είναι σπαρμένα στη γη της Μικρασίας, από τα πυρπολημένα Βουρλά ως τις όχθες του Ευφράτη» .
Μανώλης και Στέφανος Τσάφος
Τον Μάρτιο του 1997 ο Δήμος Καισαριανής έδωσε σ' ένα δρόμο το όνομα: "Οδός ΑΔΕΛΦΩΝ ΤΣΑΦΟΥ", τιμώντας τη μνήμη τεσσάρων αδελφών, αξωτοβουρλιωτών προσφύγων, που έδωσαν το παρόν και δύο απ’ αυτούς τη ζωή τους στον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας εναντίον των Γερμανών.
Η οικογένεια Τσάφου είχε έρθει στην Καισαριανή μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας τους Δημήτρης Τσάφος ήταν Ναξιώτης εργάτης γης απ’ τον Δανακό και η μάνα τους Λυγερή, μια Μυκονιάτισσα καλονή, που την έκλεψε ο Δημήτρης και έφυγαν στα Βουρλά προς το τέλος του 19ου αιώνα.
Η απορφανισμένη οικογένεια, τέσσερα αγόρια (Μανώλης, Στέφανος, Γιώργος, Γιάννης), δύο κορίτσια και η μάνα τους, μετά από πολλά βάσανα κατάφεραν να φθάσουν στην Ελλάδα μαζί με το ένα εκατομμύριο των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Βρέθηκαν αρχικά στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αθήνα, όπου φιλοξενήθηκαν στη Ναξιώτισσα ξαδέλφη του πατέρα τους τη Ντουντού που έμενε στου Ψυρρή.
Αργότερα εγκαταστάθηκαν στην Καισαριανή όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί Βουρλιώτες και Αξωτοβουρλιώτες πρόσφυγες. Εκεί θα ανοίξουν ένα μπακαλομανάβικο κι αργότερα μια ταβέρνα. Μόλις συνέλθουν κάπως ο Μανώλης θα φύγει στη Γερμανία, όπου θα δουλέψει στα ορυχεία. Εκεί θα μυηθεί και στις κομμουνιστικές ιδέες, τις οποίες θα υπηρετήσει με αφοσίωση όλη του τη ζωή. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα γίνεται μέλος του ΚΚΕ και μέσα στους κοινωνικούς αγώνες γνωρίζεται με τον Άρη Βελουχιώτη. Εκεί θα τους βρει και η νέα περιπέτεια του Ελληνισμού, η Κατοχή και η Αντίσταση. Και τα τέσσερα αδέλφια θα μπουν στον αγώνα για τη Λευτεριά. Ο Μανώλης θα φύγει με τον Άρη από τους πρώτους στο Βουνό, κι οι άλλοι θα δώσουν τον αγώνα τους στις γειτονιές της Καισαριανής.
Κι όταν ο Άρης θα έρθει στην Αθήνα με την Κατοχή και θα βρεθεί στην Καισαριανή αναζητώντας παλιούς συναγωνιστές και συντρόφους, θα φιλοξενηθεί στο σπίτι των Τσάφων.
Την αδούλωτη Καισαριανή, που έμεινε ελεύθερη σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, σαράντα εννιά φορές αποπειράθηκαν οι Γερμανοί κατακτητές και οι ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους να πατήσουν, αλλά άλλες τόσες ηττήθηκαν. Οι ηρωικοί αγώνες του λαού της, με μπροστάρη τον ΕΛΑΣ Καισαριανής, θα την κρατήσουν ολόκληρη την Κατοχή ελεύθερη. Ο αδούλωτος λαός της θα χύσει γι’ αυτό πολύ αίμα. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, Βουρλιώτες αγωνιστές στην πλειοψηφία τους, θα ξαναζωντανέψουν τα παλικάρια των Βουρλών, θα καταγραφούν μυθικές ηρωικές πράξεις, όπως εκείνη του Στεφανή Τσάφου και των παλικαριών της ομάδας του.
Στις 15 Μάη 1941 σ’ ένα αλσύλλιο της Καισαριανής γίνεται μια μυστική σύναξη μιας χούφτας παλικαριών με την παρουσία του Άρη Βελουχιώτη. Εκεί ο Άρης θα μιλήσει στους συναγωνιστές και συντρόφους του για ένοπλο αγώνα ενάντια στον κατακτητή, για ένα νέο ’21. Στην αρχή «δεν τον πιστεύουν, αλλά τους αρέσει να τον ακούνε». Ανάμεσα στα λιγοστά παλικάρια βρίσκονται και τα αδέλφια Μανώλης και Στεφανής Τσάφος.
Ένα χρόνο μετά, στις 24 Μαΐου 1942, ο Άρης κατ’ εντολή του ΕΑΜ θα ξεκινήσει τον ένοπλο αγώνα με τον ΕΛΑΣ, για να γράψει στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας το έπος της Αντίστασης. Πρώτοι έτρεξαν στο κάλεσμά του οι ελάχιστοι της μυστικής σύναξης της Καισαριανής κι ανάμεσά τους ο Μανώλης Τσάφος, για να γίνει στη συνέχεια ένας από τους πρώτους αντάρτες του Βελουχιώτη. Ο Μανώλης Τσάφος από τη μέρα αυτή θα μείνει δίπλα στον Άρη σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, πιστός σύντροφος και συμπολεμιστής του. Κι όταν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Άρης θα διαφωνήσει και θα βγει ξανά στο βουνό, αναζητώντας εναγωνίως την οργάνωση ενός νέου αντάρτικου, ενός Νέου ΕΛΑΣ, ο Μανώλης Τσάφος θα είναι και πάλι δίπλα του και θα πέσει νεκρός σε μια απ’ τις τελευταίες μάχες τους λίγο πριν το τραγικό τέλος του Άρη.
Η προτελευταία μάχη πριν το τέλος, που έδωσε ο Βελουχιώτης με την ομάδα του, έγινε στη συνοριακή γραμμή με την Αλβανία έξω από το χωριό Καλή Βρύση της περιφέρειας Καστοριάς στις 25 Απριλίου 1945, όταν βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ισχυρές αγγλοελληνικές δυνάμεις, που έβαζαν εναντίον τους με πυκνά πυρά οπλοπολυβόλων.
Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και κατάφεραν κινούμενοι αθόρυβα μέσα στη νύχτα να «γλιστρήσουν» έξω από τον κλοιό των εχθρικών δυνάμεων και να συγκεντρωθούν πάνω στη ράχη στο αλβανικό φυλάκιο. Στη νυχτερινή όμως εκείνη συμπλοκή σκοτώθηκε ένας αντάρτης, ο Μανώλης Τσάφος, τραυματίστηκαν πέντε και ένας συνελήφθη αιχμάλωτος.
Οι αντάρτες πέρασαν στη συνέχεια στην Αλβανία για ελάχιστες ώρες, αφού προηγουμένως έθαψαν πάνω στη συνοριακή γραμμή τον αξέχαστο πρωταντάρτη από την Καισαριανή Μανώλη Τσάφο. Ο θάνατος του Μανώλη συγκλόνισε τον Άρη Βελουχιώτη. Τον νεκρό αγωνιστή προέπεμψαν ο παπάς της Καλής Βρύσης, λίγοι χωρικοί και οι τιμητικές ομοβροντίες των ανταρτών σαν ύστατο αποχαιρετισμό στον αγαπημένο συναγωνιστή τους.
Μια από τις κορυφαίες αλλά και τραγικές πράξεις της Κατοχής και της Αντίστασης ήταν εκείνη της μάχης της Καισαριανής, ανάμεσα στο 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Αθήνας (200 μαχητές) και σε 1300 γερμανούς και ταγματασφαλίτες βαριά οπλισμένους, οι οποίοι για πολλοστή φορά εισέβαλαν τα ξημερώματα της 15 προς 16η Ιουνίου 1944 στην Καισαριανή, στην προσπάθειά τους να την καταλάβουν, αιφνιδιάζοντας τον αδούλωτο κι ανυπότακτο λαό της. Κι αφού έστησαν ένα τεράστιο μπλόκο γύρω απ’ την ελεύθερη και απάτητη προσφυγική συνοικία, προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις πατριωτών επί τόπου.
Το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, που είχε πληροφορηθεί τις κινήσεις των Γερμανών, από νωρίς είχε πάρει θέση σε καίρια σημεία, έτοιμο να επέμβει για να διαλύσει το μπλόκο και να προστατέψει τις γειτονιές και το λαό της Καισαριανής.
Η επίθεση του ΕΛΑΣ έγινε προς τα ξημερώματα από δυο μεριές, στην κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής και από την πλευρά του Βύρωνα και της Γούβας. Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν, το μπλόκο διαλύθηκε και οι συλληφθέντες πατριώτες έμειναν ελεύθεροι. Η σύγκρουση που ακολούθησε κράτησε μέχρι το πρωί, αλλά οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν και πάλι να υποτάξουν την Καισαριανή.
Το μεγαλύτερο τμήμα των ανταρτών του ΕΛΑΣ υποχώρησε προς τον Καρέα και τη Ν. Ελβετία, απ’ όπου κατάφεραν να διαφύγουν προς τον Υμηττό παρά το ισχυρό γερμανικό μπλόκο που υπήρχε εκεί.
Ο Στεφανής Τσάφος, στέλεχος του ΕΛΑΣ Καισαριανής και της ΟΠΛΑ, μαζί με τα παλικάρια τού Απόλλωνα Δαβλάκου, γραμματέα της οργάνωσης του ΚΚΕ Καισαριανής, πολέμησαν παλικαρίσια τον εχθρό και επιχείρησαν να διαφύγουν μέσα από το γερμανικό μπλόκο του Βύρωνα. Αλλά ο Στέφανος τραυματίστηκε βαριά στο πόδι και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους συναγωνιστές του κι αφού τους παρότρυνε να φύγουν, κρύφτηκε μέσα στα χωράφια σ’ ένα λάκκο, αλλά με το πρώτο φως της ημέρας οι γερμανοτσολιάδες τον ανακάλυψαν οδηγημένοι απ’ τα ματωμένα αχνάρια πάνω στο χώμα και τον συνέλαβαν.
Αλλά και τα άλλα παλικάρια του Δαβλάκου βρέθηκαν περικυκλωμένα στο υψωματάκι «Αστέρι» κοντά στο μοναστήρι. Ήταν ο Απόλλωνας Δαβλάκος, ο Πρόδρομος Αδραμίτογλου, ο Σωτήρης Βενιέρης, ο Ανδρέας Κρυσταλάκος, ο Μιχάλης Μενεγάκης, ο Νίκος Νταλιάνης και ο Γιώργος Πολεμαρχάκης. Τα ξημερώματα ακούστηκαν στο ύψωμα πυροβολισμοί και ριπές που κράτησαν αρκετή ώρα. Τα επτά παλικάρια της ομάδας του Δαβλάκου και σύντροφοι του Τσάφου βρέθηκαν πριν το μεσημέρι γαζωμένοι απ’ τις σφαίρες του εχθρού πάνω στο λόφο. Είχαν πολεμήσει και οι επτά με ηρωισμό και στο τέλος φύλαξαν όπως λέγεται καθένας μια σφαίρα για τον εαυτό του, για να μην παραδοθούν ζωντανοί στον εχθρό.
Κατά τις 9 00΄ το πρωί μια κουστωδία από γερμανοτσολιάδες έσερναν με φωνές και βλαστήμιες στη λεωφόρο Καισαριανής «θριαμβευτικά», φορτωμένο πάνω σ’ ένα γάιδαρο τον βαριά τραυματισμένο ΕΛΑΣίτη Στέφανο Τσάφο. Σε μια γειτονιά την ώρα που περνούσαν υπήρχε μπλόκο των Γερμανών σε ένα σπίτι και ετοιμάζονταν να εκτελέσουν επί τόπου μια ολόκληρη οικογένεια που τη θεωρούσαν ύποπτη για τον θάνατο ενός γερμανού στρατιωτικού. Ο Στέφανος Τσάφος, αν και βαριά τραυματισμένος και ημιλιπόθυμος, κατάλαβε τι επρόκειτο να γίνει και με όση δύναμη του απέμενε φώναξε δυνατά προς τους γερμανούς στρατιώτες: «Αφήστε τους, εγώ τον σκότωσα» και τότε οι γερμανοί χίμηξαν πάνω του και τον κατατρύπησαν με τις ξιφολόγχες τους. Η οικογένεια σώθηκε και ο Στέφανος, αφού διαπομπεύτηκε επί ώρες στους δρόμους της Καισαριανής, μεταφέρθηκε στο Γουδή. Εκεί βασανίστηκε φρικτά. Του έκαψαν το σώμα, του τσάκισαν τα κόκκαλα, του έκαψαν το στήθος και τα γεννητικά όργανα με πυρακτωμένο σίδερο, του έβαλαν βρασμένα-καφτά αυγά στις μασχάλες και τον άφησαν ημιθανή λύνοντας και τις χειροπέδες του. Εκείνος όμως, θηρίο ανήμερο, πραγματικό βουρλιώτικο παλικάρι, πετάχτηκε ορθός αιφνιδιάζοντας τους φρουρούς του και άρπαξε ένα τουφέκι έτοιμος να σαρώσει με μια ριπή τους πάντες. Οι φρουροί έντρομοι πήδηξαν από πόρτες και παράθυρα για να αποφύγουν τις ριπές, αλλά το όπλο δεν λειτούργησε και το παλικάρι έπεσε από τα μαζικά εχθρικά πυρά που δέχτηκε μετά τον αιφνιδιασμό. Κάποιοι συναγωνιστές του αφηγούνται ότι στη συνέχεια οι ταγματασφαλίτες περιέλουσαν το πτώμα του με βενζίνη και το έκαψαν. Ήταν 16 Ιουνίου 1944.
Ο Καισαριανιώτης ποιητής Κ. Καλατζής έγραψε για τον Στέφανο Τσάφο τους παρακάτω στίχους:
«Σαν το λιοντάρι σ’ έπιασαν το βαρυλαβωμένο,
μα σπας στη δίκη τα δεσμά κι απάνω τους χυμίζεις,
τα βόλια κι αν σε φάγανε νεκρός τους φοβερίζεις».
Ένα απέριττο μνημείο έχει στηθεί στον τόπο της θυσίας αυτών των παλικαριών και κάθε χρόνο στην επέτειο της μάχης ο δήμος Καισαριανής τιμά τους 10 ήρωες που έπεσαν πολεμώντας εκείνη τη μέρα.
Και οι δυο άλλοι αδελφοί Τσάφου, ο Γιάννης και ο Γιώργος, έδωσαν το παρόν στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης στις γειτονιές της Καισαριανής. Ο Γιάννης ήταν και για χρόνια ο σημαιοφόρος των Αντιστασιακών της Καισαριανής. Η ηρωίδα μάνα αυτών των παλικαριών πέθανε σε βαθειά γεράματα το 1980.
Η φωτογραφία των αδελφών Μανώλη και Στέφανου Τσάφου βρίσκεται ανάμεσα στις φωτογραφίες των δεκάδων αγωνιστών από την Καισαριανή, στη μόνιμη έκθεση για την Εθνική Αντίσταση στο δημαρχείο της πόλης.
Σ’ αυτή την έκθεση υπάρχουν οι φωτογραφίες και πολλών άλλων Αξωτοβουρλιωτών προσφύγων, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
*
Αγαπητοί φίλοι, η αποψινή εκδήλωση μνήμης και χρέους στους Αξωτοβουρλιώτες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και της ηρωικής άμυνας των Βουρλών, στα ηρωικά παλικάρια των Βουρλών, που έκαμαν κι αυτόν τον Μαύρο καβαλάρη τον Πλαστήρα να δακρύσει, αποτελεί ξεχωριστό γεγονός και θέλω να πιστεύω ότι αποτελεί μόνο την αρχή και άλλων τέτοιων εκδηλώσεων από τους συλλογικούς φορείς των ναξιωτών.
Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν «αμελέ ταμπουρού», «τέλια του μουσελέ», Άουσβιτς και Νταχάου, μπορεί να μην ξαναζήσει ο λαός μας ολοκαυτώματα όπως εκείνα των 90 μαρτυρικών πόλεων της Ελλάδας στην Κατοχή- όλα αυτά εφευρήματα των Γερμανών- ο εχθρός όμως είναι παρών, είναι ο ίδιος και επιχειρεί με άλλες μεθόδους, με άλλους τρόπους να καθυποτάξει και πάλι το λαό μας.
Τα καντήλια της μνήμης πρέπει να μείνουν αναμμένα, αν θέλουμε αυτός ο τόπος να προχωρήσει μπροστά, αν θέλουμε να αντισταθεί στους κάθε λογής εισβολείς, να σπάσει τις κάθε λογής χειροπέδες.
ΤΟ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΤΣΑΦΩΝ
Ανατολικά της Νάξου, στην ρεματιά του Ατσιμαουριώτη ποταμού, στην σκιά του όρους Δίας (Ζάς) όπως είναι γνωστός, αναπτύχθηκε ο οικισμός του Δανακού. Ο Δανακός είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά στο νησί, όπως μαρτυρούν τα απομεινάρια αρχαίων πηγαδιών, νεκροταφείων, βυζαντινών εκκλησιών αλλά και των επτά νερόμυλων του που κάποτε μαζί με το περίφημο νερό του ζωντάνευαν τον τόπο. Οι κάτοικοί του κτηνοτρόφοι, μυλωνάδες, αλλά και περίφημοι χτίστες πέτρας. Πέτρας σκληρής αδάμαστης, με την οποία είναι ζυμωμένοι οι Δανακιώτες, όπως ποιητικά μου είπε κάποτε μια Δανακιώτισα η Φρειδερίκη.
Μία από τις αρχαιότερες και πολυπληθέστερες οικογένειες του Δανακού είναι η οικογένεια Τσάφου. Μιλώντας γι’ αυτούς αναφέρομαι σε μία οικογένεια Τσάφου και ας υποστηρίζουν οι Δανακιώτες ότι οι (Μπατίδες) ας πούμε δεν έχουν καμία σχέση με τους (Μυλωνάδες) ή τους (Εμπόρους) . Η αλήθεια σίγουρα βρίσκεται στο DNA τους. Τρεις λοιπόν η και τέσσερις είναι σύμφωνα με τα παρατσούκλια τους, η μεγάλη οικογένεια Τσάφου του Δανακού. Ο Μιμίκος (Δημήτρης Τσάφος) μας λέει ότι έχει ακούσει από τον παππού του ότι ήταν τέσσερα αγόρια, ο Γιώργης που έφτιαξε τους Τσαφογιώργιδοι, όπου δουλεύανε στην Ανατολή σε ένα καράβι που βούλιαζε και αυτοί φωνάζανε εμπάτωσε-εμπάτωσε το καράβι ( που στα τουρκικά σημαίνει βυθίζεται) και έτσι τους είπανε Μπατίδες. ο Γιάννης, έφτιαξε τους Τσαφογιάννιδοι τους Μυλωνάδες μιας και δουλεύανε τον μύλο της οικογένειας, ο Νικόλας ο έμπορας τους Τσαφονικόλιδοι τους Έμπορους, και ο Τσαφομιχάλης τους Μπιάδες,
Είναι γνωστό ότι από τα τέλη του 18ου ή και νωρίτερα, έως τα τέλη του 19ου αιώνα, πολλοί Νάξιοι μετοικούν ή πηγαινοέρχονται στην Μικρά Ασία, τα Ανατολικά παράλια του Αιγαίου, προκειμένου να ζήσουν ή να δουλέψουν και να γυρίσουν πίσω στον τόπο τους, αλλά σε κάθε περίπτωση να βελτιώσουν τις συνθήκες της ζωής τους. Τα Βουρλά είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος προορισμού τους. Μεταξύ τους και πολλοί από την οικογένεια Τσάφου του Δανακού. Πολλές αναφορές συναντάμε σε εφημερίδες που εκδίδουν Μικρασιατικοί Σύλλογοι. Αλλά και ο Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Τσάφος ένθερμα τους αναφέρει σε σχετική ιστοσελίδα σε περιγραφές σχετικές με τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του Βασίλης Τσάφος, τα Βουρλά. Αν και μακρυά από τον τόπο τους οι μέτοικοι Τσάφοι δεν ξεχνούν την καταγωγή τους. Μιλούν στα παιδιά τους για τον Δανακό και εμφυσούν την αγάπη τους γι’ αυτόν. Προκαλεί έκπληξη αλλά και συγκίνηση όταν ακόμη και σήμερα, τα παιδιά των παιδιών τους επιδιώκουν την επαφή με τον γενέθλιο τόπο των γονιών τους, όπως έκανε πριν μερικά χρόνια ο ανηψιός του Αρχιμανδρίτη Γαβριήλ Τσάφου ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος που ήρθε αναπάντεχα στον Δανακό για να βρεί τις ρίζες του πράγμα που τόσο πολύ επιθυμούσε ο παππούς του Βασίλης .
Ο Τσαφομιχάλης μεγαλύτερος γιός του Γιώργου Τσάφου και της Μαρίας, και πατέρας του παππού μου του Νικόλα του Μπιά, είναι γνωστό ότι πηγαινοέρχεται μαζί με τον αδελφό του Γιάννη τον Μυλωνά στα Βουρλά. Είναι χτίστες πέτρας. Και οι δύο αποφασίζουν να μείνουν στον Δανακό όπου βρίσκεται και ο τρίτος αδελφός του ο Βασίλης. Πολλές ιστορίες περνούν στα παιδιά τους σχετικά με την ζωή τους εκεί. Άλλωστε κατά την έρευνά μου άκουσα από τον Μανώλη του Στέφου(Στέφανου) γιού του Μυλονογιάννη ότι ο πατέρας του του έλεγε ότι εμάς η καταγωγή μας είναι από τα Βουρλά, πράγμα που με έκανε να υποθέσω ότι και ο πατέρας τους Γιώργος πρέπει να έζησε μεγάλο διάστημα της ζωής του εκεί. Ακόμα ο αδελφός του Μανώλη ο Πέτρος μου είπε ότι ο μεγαλύτερος αδελφός τους Γιάννης όντας στρατιώτης στον Βόλο πρίν σαράντα χρόνια, είχε Διοικητή έναν Ιωάννη Τσάφο από τα Βουρλά ο οποίος τον κάλεσε και τον ρώτησε αν εγνώριζε την παράδοση- παραγγελία των Βουρλιωτών Τσάφων,που ήταν να μην χαθούν ποτέ τα ονόματα Γιάννης , Στέφανος και Γιώργος, προφανώς των κεφαλών-πατέρων της οικογένειας Τσάφου και ο Γιάννης το γνώριζε. Κατόπιν αυτού ο Γιάννης του Στέφου κέρδισε 10ήμερη άδεια από τον στρατό.
Ο Τσαφομιχάλης, επιλέγοντας να παραμείνει στον Δανακό, αγοράζει κτήματα και παντρεύεται, όχι μία αλλά τρείς φορές. Αποκτά παιδιά κάποια όμως χάνονται, οι συνθήκες γαρ. Από τον δεύτερο γάμο του έχει μόνο την Μαρίνα την Ντουντού . Σε μεγάλη ηλικία αποφασίζει τον τρίτο του γάμο με την Παρασκευή και αποκτά την Κατερίνα την Σκούραινα, τον Γιάννη που χάνεται στον πόλεμο στην Μικρά Ασία, και το Νικόλα που γυρίζει πίσω από το μέτωπο μετά από τον χαμό του αδελφού του για να μην κινδυνεύσει να χαθεί και αυτός.
Ντουντόυ είναι το όνομα που επιλέγει ο Τσαφομιχάλης για την μικρή του κόρη μετά τον θάνατο της μεγαλύτερης Μαρίνας, όταν καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να την αποκαλεί με το πραγματικό της όνομα.Η θεία η Ντουντού (Δεσποινα-κυρά σύμφωνα με την Τουρκική γλώσσα), είναι εκείνη που φιλοξενεί τα ξαδέλφια της και παιδιά του Δημήτρη Τσάφου, που έχει μείνει στα Βουρλά,τον Γιώργο,τον Στέφανο(1903), τον Μανώλη(1904) και τον Γιάννη(1911) στα δύο δωματιάκια, ένα ύπνου και ένα κουζινάκι, που κρατάει στο κτήριο της Ντάμας, που κάποτε οι τούρκοι το χρησιμοποιούσαν ως δικαστήριο και βρίσκετε στου Ψυρρή, όταν εκείνοι φτάνουν στην Αθήνα.
Αυτή είναι η ιστορία που σαν παραμύθι μας έλεγε συχνά η μητέρα μου Μαρίνα ή Ντουντού στα Δανακιώτικα, η οποία άλλωστε ακούει το όνομα της θείας της Ντουντούς, που της είχε χαρίσει και τις όμορφες ανελέτες τα σκουλαρίκια που φόραγε για χρόνια. Δίπλα στην θεία Ντουντού, σε ένα άλλο δωματιάκι ο αδελφός της ο Νικόλας ο Μπιάς, όπως είναι το παρατσούκλι του, φιλοξενεί και εκείνος άλλα δύο ξαδέλφια διωγμένα από τα Βουρλά, τον Δημητρό και τον Μανώλη, έως ότου μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους. Εκείνοι μετέπειτα γίνονται έμποροι στού Ψυρρή.
Η ζωή όμως και η μεγάλη πόλη τους χωρίζει. Η Ντουντού επιστρέφει στην Νάξο και παντρεύεται στο Φιλότι, το ίδιο και ο Νικόλας στον Δανακό. Ο καθένας ακολουθεί την δική του πορεία έως ότου σήμερα, τα γεγονότα που μας γίνονται γνωστά από την σημαντική έρευνα του Κυρίου Λεβογιάννη σχετικά με την οικογένεια Τσάφου των Βουρλών που επιλέγουν στην ζωή τους να αντιστέκονται και να κρατάνε Θερμοπύλες στον νέο πόλεμο εκείνο του 40, όπως έκανε ο πατέρας τους στον προηγούμενο του 22, μας καλούν να ξετυλίξουμε πάλι το νήμα από την αρχή. Πιστεύω ότι πράγματι άξιζε τον κόπο. Εμένα με κινητοποίησε να ψάξω, να επικοινωνήσω, να προβληματιστώ. Νομίζω δε ότι δεν θα μείνει το θέμα εκεί, μιας και το ερέθισμα είναι δυνατό. Ελπίζω ότι πολλοί από εμάς θα προβληματιστούν επίσης και τους καλούμε σε συνεργασία.
Σας ευχαριστώ πολύ .
Παρασκευή, Απριλίου 06, 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου