Γράφει η Παρασκευή Κουφοπούλου*
Εδώ & πολλά χρόνια, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν δύο πολύ έντονα προβλήματα (αλληλένδετα μεταξύ τους) εκείνα της φτώχειας και του αποκλεισμού, που οδηγούν σε συνθήκες περιθωριοποίησης και κοινωνικής απομόνωσης ενός ιδιαίτερα σημαντικού τμήματος του πληθυσμού. Το 19981 υπήρχαν 65 εκατομμύρια άτομα στην Ευρώπη (18%) που ζούσαν με λιγότερα από το 60% του μέσου εισοδήματος και γι’ αυτό το λόγο κινδύνευαν από κοινωνικό αποκλεισμό. Παρά την αύξηση της ευημερίας η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός εξακολουθούν να ταλανίζουν τις κοινωνίες και να θέτουν στο περιθώριο ολοένα και περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες.2 Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 14 εκατομμύρια άνθρωποι ή το 8 % του..... εργατικού δυναμικού είναι χωρίς εργασία.3 Η εργασία δεν εξασφαλίζει μόνο στους ανθρώπους έναν ευπρεπή και αξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης αλλά δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτούς να δημιουργούν κοινωνικούς δεσμούς και συναισθήματα τα οποία δημιουργούν εν τέλει και την ατομική και κοινωνική τους ταυτότητα. Από την άλλη, οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις και η αναδιάρθρωση της αγοράς εργασίας προκαλούν αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους εργαζόμενους αλλά και στα άτομα που αποκλείονται από παραγωγικές δραστηριότητες. Έτσι, όμως, εμφανίζονται νέοι κίνδυνοι που θέτουν υπό αμφισβήτηση τόσο το αίσθημα συμμετοχής στην ευρωπαϊκή κοινωνία όσο και τα εργασιακά και κοινωνικά κεκτημένα, με αποτέλεσμα τα φαινόμενα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού να γεννούν πολλές φορές αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας.
Το φαινόμενο του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας, στη μορφή, την έκταση και την ένταση που προσλαμβάνει τα τελευταία χρόνια είναι πρωτόγνωρο σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. ακόμη και εκεί όπου η αλληλεγγύη της οικογένειας και του κοινωνικού περίγυρου εξακολουθούν να έχουν σχετική ισχύ. Γι ’αυτό και η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού στα επίσημα κείμενα της Ε.Ε. και στην εφαρμογή των πολιτικών εστιάζεται στον αποκλεισμό από την αμειβόμενη εργασία και όχι στον αποκλεισμό από την κοινωνική συμμετοχή και τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών. Η έμφαση στη σημασία της αμειβόμενης εργασίας για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού φαίνεται από Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ), το οποίο χρηματοδοτεί μέτρα για την ένταξη ευάλωτων πληθυσμιακών ομάδων στην αγορά εργασίας. Οι αλλαγές που σημειώνονται στην αγορά εργασίας δεν αφορούν αποκλειστικά στην αναδιάρθρωση των υπαρχόντων οικονομικών δομών. Πρόκειται για αλλαγές που υπερβαίνουν την οικονομική σφαίρα, αφορούν τις νοοτροπίες ανθρώπων της εποχής και μετασχηματίζουν τις κοινωνικές αναπαραστάσεις των εργαζομένων γυναικών και ανδρών για την εργασία.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός4 αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα, που ανάγεται σε ποικίλες, αλληλένδετες αιτίες και παραμέτρους, που προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε μια σειρά όψεων της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Η έννοια του “αποκλεισμού5” χαρακτηρίζεται από τέσσερα στοιχεία, μέσα από τα οποία διεκδικεί την ιδιαιτερότητα της σε σχέση με τις υπόλοιπες παραδοσιακές έννοιες των κοινωνικών επιστημών. Αποτελεί: α. Μία έννοια πολυδιάστατη. β. Μία έννοια πολιτικής διαχείρισης. γ. Μία έννοια – ορίζοντα. δ. Μία έννοια που αναφέρεται σε μία διαδικασία και όχι σε μία κατάσταση [Παπαδοπούλου Δ. κ.α., 2002, 26]. Το σύνολο των παρεμβάσεων για την καταπολέμηση του εμφανίζονται ατελείς και ατελέσφορες· υποβαθμίζοντας τις ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις επιμέρους ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες6, υποτιμούν την παραπληρωματικότητα και αλληλεπίδραση των παραγόντων που συγκροτούν την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού, ιδεολογικοποιώντας συγκεκριμένες συμπεριφορές που απορρέουν από την έλλειψη υλικών πόρων, την ανεργία και ευρύτερα την αποκοπή από την κοινωνική και οικονομική ζωή.
Ο μονοσήμαντος χαρακτήρας, η «αποσπασματικότητα» των αντιλήψεων περί κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζεται προσκολλημένη σε μια παραδοσιακή θεώρηση της λειτουργίας του κοινωνικού κράτους. Ωστόσο η επίλυση των σύνθετων και ιδιόμορφων προβλημάτων προϋποθέτει την επεξεργασία ειδικών μηχανισμών κοινωνικής προστασίας για κάθε ευάλωτη πληθυσμιακή ομάδα και, περαιτέρω, για κάθε πρόσωπο που πλήττεται ή απειλείται από κοινωνικό αποκλεισμό.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, η ιδιαίτερη μεταχείριση κάθε ευάλωτης πληθυσμιακής ομάδας και, εν τέλει, κάθε ατόμου ξεχωριστά, εγκυμονεί τον κίνδυνο του κατακερματισμού, της αποσπασματικότητας, της σπατάλης πόρων και μέσων, της έλλειψης συντονισμού, παρακολούθησης και ελέγχου. Η εγκατάλειψη της ισοπεδωτικής, «ολιστικής» αντίληψης περί κοινωνικού αποκλεισμού υπέρ μιας κατά το δυνατόν εξατομικευμένης προσέγγισης των επιμέρους θεσμών και πολιτικών κοινωνικής αλληλεγγύης δεν μπορεί παρά να συνδυάζεται, με τη συγκρότηση σύνθετων μορφών οργάνωσης της κοινωνικής διοίκησης, που να συνδυάζουν την εξατομικευμένη προσέγγιση με τη διασύνδεση επιμέρους φορέων κοινωνικής πολιτικής, την πρόληψη των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού και την καταγραφή αναγκών με το συντονισμό διαφορετικών μηχανισμών και προγραμμάτων κοινωνικής προστασίας, τη δικτύωση υπηρεσιών με τον έλεγχο και τη μετα-παρακολούθηση.
Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού είναι μια έννοια δυναμική και πολυσήμαντη, σε αντίθεση προς την έννοια της φτώχειας, που εντοπίζεται κατά τρόπο στατικό ιδίως στην υλική στέρηση. Στο επίκεντρο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού τίθεται η αδυναμία άσκησης των κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών δικαιωμάτων και η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής. Κοινωνικός αποκλεισμός δεν σημαίνει μόνο έλλειψη εισοδήματος και παραγωγικών πόρων για την εξασφάλιση ελαχίστων ορίων αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά και περιορισμένη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης, έλλειψη στέγης, επισφαλές περιβάλλον, κοινωνικές διακρίσεις και, εν τέλει, αδυναμία συμμετοχής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ζωή, ιδίως έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης και «απόδρασης» από τη φτώχεια.
Το πολυδιάστατο περιεχόμενο των φαινομένων κοινωνικού αποκλεισμού συνοδεύεται από ένα επιπλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό: Ο κοινωνικός αποκλεισμός όχι μόνο επεκτείνεται σε καταστάσεις συνθετότερες από την υστέρηση ως προς το εισόδημα και την κατανάλωση προς ευρύτερες μορφές «συμμετοχικής μειονεξίας», αλλά απομακρύνεται από την παραδοσιακή επικέντρωση στο άτομο ή/και το νοικοκυριό και αναδεικνύεται ως βίωμα στο εσωτερικό των τοπικών κοινωνιών, νοούμενων και ως εσωτερικών υποδιαιρέσεων των αστικών κέντρων. Ενώ λοιπόν υπό το πρίσμα της έννοιας της φτώχειας κυριότερη μονάδα ανάλυσης αποτελεί το νοικοκυριό, οι πολυσήμαντες όψεις του κοινωνικού αποκλεισμού προσεγγίζονται με κύρια μονάδα ανάλυσης την τοπική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό το ίδιο το πολυδιάστατο περιεχόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού κατευθύνει λοιπόν αναπόδραστα το σχεδιασμό των μηχανισμών και των δημόσιων πολιτικών καταπολέμησής του σε σύνθετες παρεμβάσεις, που απομακρύνονται από τις παραδοσιακές, «ολιστικές» αντιλήψεις και δίνουν έμφαση στη δικτύωση διαφορετικών μορφών οργάνωσης της κοινωνικής προστασίας, στην εξατομικευμένη προσέγγιση και στην άμεση εμπλοκή φορέων σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών. Μια τέτοια αντίληψη στην πράξη μπορεί να σημαίνει, σχηματικά, την ανάπτυξη διαφορετικών δομών/υπηρεσιών για την αντιμετώπιση επιμέρους όψεων κοινωνικού αποκλεισμού ή επιμέρους ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων και τη δικτύωσή τους σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, σε συνδυασμό με την παροχή εξατομικευμένης προσέγγισης, τη διερεύνηση αναγκών σε τοπικό επίπεδο και την εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης.
Το σύγχρονο κοινωνικό κράτος δεν απευθύνεται πλέον, κατά τρόπο ευθύγραμμο, σε συγκεκριμένους πληθυσμούς - στόχους, αλλά βρίσκεται αντιμέτωπο με το χειρισμό περιπτώσεων με ιδιαίτερα καθεμιά χαρακτηριστικά, αποκλίσεις και διαφορές, οι οποίες υπάγονται στην ευρύτερη κατηγορία του κοινωνικού αποκλεισμού που διέπεται από μια «μη τάξη».
Οι προνοιακές τεχνικές διατηρούν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τους, των οποίων μάλιστα η λειτουργικότητα φωτίζεται υπό ένα νέο πρίσμα. Οι αρχές της εξατομίκευσης και της προαιρετικότητας της προνοιακής προστασίας συναρμόζονται με την αρχή της εγγύτητας που διέπει τη λειτουργία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ παράλληλα η επιβεβλημένη ποικιλομορφία των προνοιακών προγραμμάτων, ενόψει των διαφορετικών, διαρκώς αναπροσαρμοζόμενων αναγκών και προτεραιοτήτων, συνοδεύεται από το αίτημα συντονισμού, δικτύωσης και επικοινωνίας μεταξύ των επιμέρους δομών και υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό καθίσταται κατ’ αρχάς απαραίτητη η αναδιοργάνωση των κατακερματισμένων και ασυντόνιστων υπηρεσιών και προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής και, περαιτέρω, η σταδιακή μεταφορά κρίσιμων αρμοδιοτήτων σε εκείνο ακριβώς το πεδίο όπου μορφοποιείται ο κοινωνικός αποκλεισμός, δηλαδή στις τοπικές κοινωνίες. Ωστόσο, ανακύπτει το ερώτημα κατά πόσο οι τοπικές κοινωνίες που καλούνται να επωμιστούν με μια ακόμη πρόκληση, της μεταφοράς αρμοδιοτήτων κοινωνικής πολιτικής προς τους Ο.Τ.Α. νέας μορφής (Περιφέρειες, Δήμοι) βάσει του Ν. 3852/20107 (‘Πρόγραμμα Καλλικράτης) έχουν τις υποδομές να επωμιστούν ένα τέτοιο βάρος. Το ερώτημα αυτό δύσκολα θα απαντηθεί στο σύνολο του και ίσως χρειαστεί ένα λογικό χρονικό περιθώριο προσαρμογής. Πάντως, καλό θα είναι να μην χρεωθούν την οποία αρνητική εξέλιξη εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Άλλωστε και ο Πρωθυπουργός στο Συνέδριο της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας στο Όσλο, ανέφερε ότι δεν θα πρέπει να χρεωθεί η οποιαδήποτε οικονομική κρίση στο κοινωνικό κράτος. Σε κάθε περίπτωση το κοινωνικό κράτος και οι υποδομές του είναι αναγκαιότητα και όχι καταναγκασμός και έτσι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Η αναγκαιότητα αυτή είναι που οδηγεί στον εντοπισμό, στον σχεδιασμό και στην σωστή εφαρμογή προγραμμάτων καταπολέμησης φαινομένων όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός. Γι’ αυτό πάντα πρέπει να είμαστε ως πολίτες σε ετοιμότητα όχι μόνο να επιλύσουμε ένα κοινωνικό πρόβλημα από διοικητικής πλευράς αλλά να αποτελέσουμε μέρος της αλλαγής που επιθυμούμε με την επίλυση του.
* Η Παρασκευή Κουφοπούλου είναι Πρόεδρος Δ.Σ. ΚΕΚΥΚΑΜΕΑ Κυκλάδων
Π.Μ.Σ. Κράτος & Δημόσια Πολιτική
paraskevi.koufopoulou@gmail.com
pkoufopoulou@1599.syzefxis.gov.gr
Βιβλιογραφία
* Ελευθεροτυπία (15/9/2010): Σόκ στην αγορά εργασίας βλέπει η Γ.Σ.Ε.Ε, στην ιστοσελίδα www.enet.gr.
* ΙΝ.Ε./Γ.Σ.Ε.Ε. – Α.Δ.Ε.Δ.Υ. (2010): Η Ελληνική Οικονομία & η Απασχόληση. ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ, ΙΝ.Ε./Γ.Σ.Ε.Ε. – Α.Δ.Ε.Δ.Υ., Αθήνα.
* Κοντιάδης Ξ. κ.α. (Δεκέμβριος 2006): ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ & ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ. Τελική Έκθεση, Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Αθήνα.
* Κοταλακίδης Γρ. (2007): Η Κοινωνική Πρόνοια στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης & του μετασχηματισμού του κράτους πρόνοιας στην Ευρώπη: Η περίπτωση των υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας στην Ελλάδα, Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Κοινωνιολογίας (Τομέας Νεοελληνικής Κοινωνίας), Αθήνα.
* Ν. 3852: Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης, Φ.Ε.Κ. 87/7 – 6 – 2010, τ. Α’.
* Παπαδοπούλου Δ. κ.α. (2002): Από την Κοινωνική Ευπάθεια στον Κοινωνικό Αποκλεισμό, ΜΕΛΕΤΕΣ (16), ΙΝ.Ε/Γ.Σ.Ε.Ε. – Α.Δ.Ε.Δ.Υ., Αθήνα.
* Παππά Ελ. (2010): Ευπαθείς Κοινωνικές Ομάδες & ο Κοινωνικός Αποκλεισμός τους (σ. 1 – 31), στην ιστοσελίδα: http://edu4adults.blogspot.com.
Ιστοσελίδες
* http://arxeio.gsdb.gr
* http://edu4adults.blogspot.com
* www.enet.gr
* www.google.gr.
* www.gsrt.gr
* www.ita.org.gr.
* www.medialab-uoi.gr
* www.panteion.gr
* www.ygeia-pronoia.gr
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 15, 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου