Γράφει η Φωτεινή Μαστρογιάννη
Διαβάζουμε συνεχώς για το πως το Facebook και άλλα κοινωνικά μέσα λογοκρίνουν αναρτήσεις που δεν είναι σύμφωνες με τη δική τους πολιτική ατζέντα (μην ξεχνάμε ότι στις ημέρες μας είναι οι εταιρείες και όχι οι πολιτικοί που καθορίζουν την πολιτική πραγματικότητα). Η ελευθερία έκφρασης, λοιπόν, έχει περιορισθεί και περιορίζεται δραματικά. Πέραν όμως της λογοκρισίας έχουμε και την αυτολογοκρισία στον λόγο των πολιτών και κυρίως στον δημοσιογραφικό λόγο.
Η αυτολογοκρισία είναι αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων π.χ. πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών αλλά και ψυχολογικών όπως είναι η προσωπικότητα του δημοσιογράφου και η στάση του μέσου.
Οι συνθήκες που προκαλούν αυτολογοκρισία είναι αρκετές. Μία συνθήκη είναι το οικονομικό κίνητρο το οποίο μπορεί να αφορά είτε την απλή επιβίωση ενός..........
εντύπου ή τη μεγιστοποίηση των κερδών ενός ήδη κερδοφόρου εντύπου. Άλλα κίνητρα είναι το πολιτικό ή ακόμα και κίνητρα όπως είναι η διατήρηση της θέσης εργασίας κτλ.
Ο Marlin (1938), υποστηρίζει ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα στα οποία μπορεί να ασκηθεί λογοκρισία ένα από αυτά είναι η αυτολογοκρισία ενώ ένα άλλο επίπεδο είναι όταν οι επικεφαλής ενός μέσου αποφασίζουν να μην δημοσιευθούν/προβληθούν κάποια κείμενα των δημοσιογράφων.
Η αυτολογοκρισία έχει διαφορετικές μορφές. Για παράδειγμα, για να προβληθεί η στάση του μέσου, ένας δημοσιογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη «κυβέρνηση» αντί της λέξης «καθεστώς» κάτι το οποίο να αντιτίθεται στις δημοσιογραφικές του πεποιθήσεις. Μία άλλη συνθήκη είναι οι διάφορες πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν, μία από αυτές είναι η επίσημη λογοκρισία γιατί όπου αυτή υφίσταται, η αυτολογοκρισία τείνει να εκτείνεται πέραν των ορίων που θέτει η απαγόρευση της έκφρασης.
Ο Τζωρτζ Οργουελ στη Φάρμα των Ζώων είχε γράψει στον πρόλογο: «Αυτό που είναι ενοχλητικό είναι ότι η λογοκρισία είναι πολλές φορές εθελοντική» και προσθέτει «όποιος έχει ζήσει σε μία ξένη χώρα για αρκετό καιρό, μπορεί να βρει κάποια είδηση η οποία θα μπορούσε να είναι επικεφαλίδα στις εφημερίδες αλλά η είδηση αυτή αγνοήθηκε από τα βρετανικά μέσα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής παρέμβασης. Φαίνεται ότι υπήρχε μία σιωπηλή συμφωνία αποσιώπησης αυτών των γεγονότων».
Ενδιαφέρον είναι να επισημανθεί η σχέση αυτολογοκρισίας και ημι-αυταρχικών καθεστώτων. Στα καθεστώτα αυτά, η αυτολογοκρισία ασκείται μέσω καταπίεσης (νομικής και μη) αλλά και μέσω της ελεύθερης λειτουργίας των μέσων αρκεί αυτά να μεταδίδουν ειδήσεις ευνοϊκές για την ηγεσία και κατ’αυτό τον τρόπο ούτε χάνεται ο έλεγχος αλλά ούτε ευνοείται η ελευθερία της έκφρασης. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να αποκαλύψουν τις παράνομες ενέργειες των πολιτικών ενώ αντίθετα οι πολιτικοί προσπαθούν να τις κρύψουν, ως εκ τούτου προκύπτει σύγκρουση όσον αφορά την αποκάλυψη της πληροφορίας. Οι πολιτικοί, αρκετές φορές, όχι μόνο προσπαθούν να κρύψουν τις πληροφορίες αλλά και προσπαθούν να χειραγωγήσουν γεγονότα. Η χειραγώγηση των γεγονότων γίνεται και από τα μέσα με στόχο την αύξηση των πωλήσεων αλλά και για προπαγάνδα. Ο Ζακ Ελλύλ (1965) υποστήριξε ότι τα ΜΜΕ είναι το πιο σημαντικό εργαλείο προπαγάνδας.
Στις μέρες μας, με τη διασπορά ειδήσεων μέσω Διαδικτύου, οι αυταρχικές κυβερνήσεις προσπαθούν να λογοκρίνουν περιεχόμενο το οποίο είναι ενάντια στην πολιτική τους. Σε αρκετές περιπτώσεις μπλοκάρουν ιστοσελίδες και μερικές φορές εμποδίζουν την πρόσβαση στο Διαδίκτυο σε ολόκληρες περιοχές ακόμα και χώρες.
Πλέον όμως χρησιμοποιούν πιο εξελιγμένες τεχνικές στο να παρεμποδίσουν την ελευθερία του τύπου. Οι τεχνικές αυτές είναι οι αυτοματοποιημένοι λογαριασμοί κοινωνικών μέσων και ο επιλεκτικός περιορισμός του εύρους ζώνης. Το ευρύ κοινό δεν μπορεί να αντιληφθεί τις τεχνικές αυτές, οι οποίες όμως κατορθώνουν να περιορίσουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και το κάνουν όχι με τον περιορισμό της πληροφόρησης αλλά με τη διασπορά μεγάλης ποσότητας περιεχομένου (το κοινό κατακλύζεται από ειδήσεις), με παραπληροφόρηση, με αυτολογοκρισία λόγω της εμφανούς επιτήρησης (τα πάντα παρακολουθούνται βλ. κείμενό μου «Σε βλέπω») και μέσω της επιβράδυνσης της ταχύτητας του Διαδικτύου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινού έχει ενημερωθεί για την προπαγάνδα και για τις τεχνικές χειραγώγησης και παραπληροφόρησης και τις επιπτώσεις που αυτές έχουν στην πολιτική διαδικασία τόσο των δημοκρατικών όσο και των αυταρχικών χωρών. Βέβαια η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η καλλιέργεια αμφιβολιών και κυνισμού (π.χ. όλοι είναι ίδιοι, τα παίρνουν κτλ.) δεν είναι κάτι νέο ωστόσο, σε αυτό που δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή είναι οι αρνητικές συνέπειες των εκστρατειών παραπληροφόρησης για την ελευθερία του τύπου.
Ακόμα και στην περίπτωση που το κοινό δεν πείθεται από την παραπληροφόρηση ή την προπαγάνδα, εντούτοις, η σκόπιμη διασπορά παραπλανητικών ειδήσεων ή ψευδών κατηγοριών (π.χ. κατηγορίες ότι είναι όλοι φασίστες, ακροδεξιοί κτλ.) επιτυγχάνει τον σκοπό της που είναι η υπονόμευση της ελεύθερης δημοσιογραφίας μέσω της απομάκρυνσης αξιόπιστου περιεχομένου και τον επαναπροσδιορισμό των θεμάτων που δίνονται για δημόσια συζήτηση (θέματα τα οποία επιβάλλει το οικονομικό/επιχειρηματικό και πολιτικό σύστημα).
Πέραν αυτού, ενώ οι εκστρατείες παραπληροφόρησης μπορεί να κατευθύνονται από κρατικούς παράγοντες και τους συνεργάτες τους ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, ενισχύονται από άτομα που λειτουργούν ιδία βουλήσει. Η αντίδραση σε αυτούς τους μηχανισμούς είναι δύσκολη γιατί οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι ευκρινείς ενώ είναι πολλοί αυτοί που διοχετεύουν κατευθυνόμενο περιεχόμενο.
Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα παρά το γεγονός ότι στις κυβερνήσεις δεν αρέσει η κριτική. Ως δημοκρατικό δικαίωμα οφείλουμε να το υπερασπιστούμε και να το προστατεύσουμε. Η ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία εμποδίζει την τυραννική συμπεριφορά της εξουσίας και όπως είπε ο Τόμας Τζέφερσον «εάν έπρεπε να αποφασίσω εάν θα πρέπει να έχουμε μία κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες ή εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση, δεν θα δίσταζα, ούτε για μία στιγμή, να επιλέξω το δεύτερο».
Το κείμενο γράφτηκε για τη στήλη του περιοδικού «Πλάτωνας όχι Πρόζακ» του περιοδικού Writers'Gang.
Διαβάζουμε συνεχώς για το πως το Facebook και άλλα κοινωνικά μέσα λογοκρίνουν αναρτήσεις που δεν είναι σύμφωνες με τη δική τους πολιτική ατζέντα (μην ξεχνάμε ότι στις ημέρες μας είναι οι εταιρείες και όχι οι πολιτικοί που καθορίζουν την πολιτική πραγματικότητα). Η ελευθερία έκφρασης, λοιπόν, έχει περιορισθεί και περιορίζεται δραματικά. Πέραν όμως της λογοκρισίας έχουμε και την αυτολογοκρισία στον λόγο των πολιτών και κυρίως στον δημοσιογραφικό λόγο.
Η αυτολογοκρισία είναι αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων π.χ. πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών αλλά και ψυχολογικών όπως είναι η προσωπικότητα του δημοσιογράφου και η στάση του μέσου.
Οι συνθήκες που προκαλούν αυτολογοκρισία είναι αρκετές. Μία συνθήκη είναι το οικονομικό κίνητρο το οποίο μπορεί να αφορά είτε την απλή επιβίωση ενός..........
εντύπου ή τη μεγιστοποίηση των κερδών ενός ήδη κερδοφόρου εντύπου. Άλλα κίνητρα είναι το πολιτικό ή ακόμα και κίνητρα όπως είναι η διατήρηση της θέσης εργασίας κτλ.
Ο Marlin (1938), υποστηρίζει ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα στα οποία μπορεί να ασκηθεί λογοκρισία ένα από αυτά είναι η αυτολογοκρισία ενώ ένα άλλο επίπεδο είναι όταν οι επικεφαλής ενός μέσου αποφασίζουν να μην δημοσιευθούν/προβληθούν κάποια κείμενα των δημοσιογράφων.
Η αυτολογοκρισία έχει διαφορετικές μορφές. Για παράδειγμα, για να προβληθεί η στάση του μέσου, ένας δημοσιογράφος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη λέξη «κυβέρνηση» αντί της λέξης «καθεστώς» κάτι το οποίο να αντιτίθεται στις δημοσιογραφικές του πεποιθήσεις. Μία άλλη συνθήκη είναι οι διάφορες πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν, μία από αυτές είναι η επίσημη λογοκρισία γιατί όπου αυτή υφίσταται, η αυτολογοκρισία τείνει να εκτείνεται πέραν των ορίων που θέτει η απαγόρευση της έκφρασης.
Ο Τζωρτζ Οργουελ στη Φάρμα των Ζώων είχε γράψει στον πρόλογο: «Αυτό που είναι ενοχλητικό είναι ότι η λογοκρισία είναι πολλές φορές εθελοντική» και προσθέτει «όποιος έχει ζήσει σε μία ξένη χώρα για αρκετό καιρό, μπορεί να βρει κάποια είδηση η οποία θα μπορούσε να είναι επικεφαλίδα στις εφημερίδες αλλά η είδηση αυτή αγνοήθηκε από τα βρετανικά μέσα. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής παρέμβασης. Φαίνεται ότι υπήρχε μία σιωπηλή συμφωνία αποσιώπησης αυτών των γεγονότων».
Ενδιαφέρον είναι να επισημανθεί η σχέση αυτολογοκρισίας και ημι-αυταρχικών καθεστώτων. Στα καθεστώτα αυτά, η αυτολογοκρισία ασκείται μέσω καταπίεσης (νομικής και μη) αλλά και μέσω της ελεύθερης λειτουργίας των μέσων αρκεί αυτά να μεταδίδουν ειδήσεις ευνοϊκές για την ηγεσία και κατ’αυτό τον τρόπο ούτε χάνεται ο έλεγχος αλλά ούτε ευνοείται η ελευθερία της έκφρασης. Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να αποκαλύψουν τις παράνομες ενέργειες των πολιτικών ενώ αντίθετα οι πολιτικοί προσπαθούν να τις κρύψουν, ως εκ τούτου προκύπτει σύγκρουση όσον αφορά την αποκάλυψη της πληροφορίας. Οι πολιτικοί, αρκετές φορές, όχι μόνο προσπαθούν να κρύψουν τις πληροφορίες αλλά και προσπαθούν να χειραγωγήσουν γεγονότα. Η χειραγώγηση των γεγονότων γίνεται και από τα μέσα με στόχο την αύξηση των πωλήσεων αλλά και για προπαγάνδα. Ο Ζακ Ελλύλ (1965) υποστήριξε ότι τα ΜΜΕ είναι το πιο σημαντικό εργαλείο προπαγάνδας.
Στις μέρες μας, με τη διασπορά ειδήσεων μέσω Διαδικτύου, οι αυταρχικές κυβερνήσεις προσπαθούν να λογοκρίνουν περιεχόμενο το οποίο είναι ενάντια στην πολιτική τους. Σε αρκετές περιπτώσεις μπλοκάρουν ιστοσελίδες και μερικές φορές εμποδίζουν την πρόσβαση στο Διαδίκτυο σε ολόκληρες περιοχές ακόμα και χώρες.
Πλέον όμως χρησιμοποιούν πιο εξελιγμένες τεχνικές στο να παρεμποδίσουν την ελευθερία του τύπου. Οι τεχνικές αυτές είναι οι αυτοματοποιημένοι λογαριασμοί κοινωνικών μέσων και ο επιλεκτικός περιορισμός του εύρους ζώνης. Το ευρύ κοινό δεν μπορεί να αντιληφθεί τις τεχνικές αυτές, οι οποίες όμως κατορθώνουν να περιορίσουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία και το κάνουν όχι με τον περιορισμό της πληροφόρησης αλλά με τη διασπορά μεγάλης ποσότητας περιεχομένου (το κοινό κατακλύζεται από ειδήσεις), με παραπληροφόρηση, με αυτολογοκρισία λόγω της εμφανούς επιτήρησης (τα πάντα παρακολουθούνται βλ. κείμενό μου «Σε βλέπω») και μέσω της επιβράδυνσης της ταχύτητας του Διαδικτύου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, όλο και μεγαλύτερο μέρος του κοινού έχει ενημερωθεί για την προπαγάνδα και για τις τεχνικές χειραγώγησης και παραπληροφόρησης και τις επιπτώσεις που αυτές έχουν στην πολιτική διαδικασία τόσο των δημοκρατικών όσο και των αυταρχικών χωρών. Βέβαια η διασπορά ψευδών ειδήσεων και η καλλιέργεια αμφιβολιών και κυνισμού (π.χ. όλοι είναι ίδιοι, τα παίρνουν κτλ.) δεν είναι κάτι νέο ωστόσο, σε αυτό που δεν έχει δοθεί η δέουσα προσοχή είναι οι αρνητικές συνέπειες των εκστρατειών παραπληροφόρησης για την ελευθερία του τύπου.
Ακόμα και στην περίπτωση που το κοινό δεν πείθεται από την παραπληροφόρηση ή την προπαγάνδα, εντούτοις, η σκόπιμη διασπορά παραπλανητικών ειδήσεων ή ψευδών κατηγοριών (π.χ. κατηγορίες ότι είναι όλοι φασίστες, ακροδεξιοί κτλ.) επιτυγχάνει τον σκοπό της που είναι η υπονόμευση της ελεύθερης δημοσιογραφίας μέσω της απομάκρυνσης αξιόπιστου περιεχομένου και τον επαναπροσδιορισμό των θεμάτων που δίνονται για δημόσια συζήτηση (θέματα τα οποία επιβάλλει το οικονομικό/επιχειρηματικό και πολιτικό σύστημα).
Πέραν αυτού, ενώ οι εκστρατείες παραπληροφόρησης μπορεί να κατευθύνονται από κρατικούς παράγοντες και τους συνεργάτες τους ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, ενισχύονται από άτομα που λειτουργούν ιδία βουλήσει. Η αντίδραση σε αυτούς τους μηχανισμούς είναι δύσκολη γιατί οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι ευκρινείς ενώ είναι πολλοί αυτοί που διοχετεύουν κατευθυνόμενο περιεχόμενο.
Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα παρά το γεγονός ότι στις κυβερνήσεις δεν αρέσει η κριτική. Ως δημοκρατικό δικαίωμα οφείλουμε να το υπερασπιστούμε και να το προστατεύσουμε. Η ελεύθερη και ανεξάρτητη δημοσιογραφία εμποδίζει την τυραννική συμπεριφορά της εξουσίας και όπως είπε ο Τόμας Τζέφερσον «εάν έπρεπε να αποφασίσω εάν θα πρέπει να έχουμε μία κυβέρνηση χωρίς εφημερίδες ή εφημερίδες χωρίς κυβέρνηση, δεν θα δίσταζα, ούτε για μία στιγμή, να επιλέξω το δεύτερο».
Το κείμενο γράφτηκε για τη στήλη του περιοδικού «Πλάτωνας όχι Πρόζακ» του περιοδικού Writers'Gang.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου