Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2017

Το δικαίωμα στην τεμπελιά

Φωτεινή Μαστρογιάννη
Όποιος θέλει να εξουσιάζει τους ανθρώπους,προσπαθεί να τους ταπεινώσει μέχρι να μείνουν μπροστά του σα ζώα.Και σαν ζώα τους μεταχειρίζεται,ακόμη κι αν δεν τους το λέει,μέσα του έχει πάντα ξεκαθαρισμένο πόση λίγη σημασία έχουν.Ο τελικός του στόχος είναι να τους απομυζήσει και του είναι αδιάφορο τι θ' απομείνει απ' αυτούς.Όταν δεν χρησιμεύουν πια σε τίποτα τους αποβάλει...

Ελία Κανέττι



Δανείστηκα τον τίτλο από το ομώνυμο βιβλίο του Πωλ Λαφάργκ, ένα βιβλίο που σε αρκετά του σημεία παραμένει ακόμα επίκαιρο.
Στις μέρες μας, παρά την τεχνολογική πρόοδο και τις μειώσεις των μισθών λόγω αυτής αλλά και λόγω των κρίσεων (εν πολλοίς τεχνητών) χρέους, υπάρχει μία εμμονική προσήλωση από την πλευρά των εργαζομένων και των εργοδοτών στην πολύωρη εργασία. Θεωρείται ότι εάν κάποιος εργάζεται ή παραμένει στον χώρο εργασίας για πολλές ώρες (όπως συνηθίζεται στα καθ’ημάς) δεν είναι τεμπέλης. Εάν είναι παραγωγικός τις ώρες αυτές, που δεν είναι γιατί είναιβιολογικά αδύνατον (ο εργαζόμενος δεν μπορεί να είναι παραγωγικός άνω των 40 ωρών εργασίας την εβδομάδα για τους δε άνω των σαράντα το ωράριο εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 25 με 30 ώρες εβδομαδιαίως), δεν προβληματίζει κανέναν.




Ο Λαφάργκ (σελ. 43) αναφέρει «Ένας Βέλγος μεγαλοβιομήχανος παρατήρησε ότι τις βδομάδες που έχουν μία αργία, η παραγωγή δεν είναι μικρότερη της βδομάδας χωρίς αργία». ( Π. Λερουά – Μπολιές Το εργατικό ζήτημα κατά τον 14ο αιώνα, 1872). Ήδη λοιπόν είχε διαπιστωθεί από εκείνα τα χρόνια ότι οι ώρες εργασίας δεν συνδέονται απαραίτητα με την παραγωγικότητα και είναι απορίας άξιον πως οι «θεσμοί» επιμένουν στην εργασιακή ζούγκλα που έχουν δημιουργήσει στην Ελλάδα. Σίγουρα δεν είναι θέμα οικονομίας ούτε παραγωγικότητας αλλά αυτό θα το δούμε στη συνέχεια.


Ο «εργατικός» λοιπόν θα πρέπει να εργάζεται (πραγματικά ή όχι) άνω των 50-60 ωρών εβδομαδιαίως χωρίς απαραίτητα να αμείβεται για την υπερεργασία αυτή. Ίσα ίσα θα πρέπει να είναι μαζοχιστικά ευγνώμων που διαθέτει μία εργασία που τον εξαντλεί σωματικά αλλά και ψυχικά και σε πολλές περιπτώσεις δεν του προσφέρει ούτε τα προς το ζειν.

Στις ζοφερές αυτές συνθήκες οι οποίες μας γυρνούν στα χρόνια

της Βιομηχανικής Επανάστασης (κάποιοι θα έλεγαν του Μεσαίωνα), καταρρίπτονται και οι θεωρίες παρακίνησης της διοίκησης ανθρωπίνων πόρων σύμφωνα με τις οποίες ο εργαζόμενος παρακινείται πρώτα από τη χρηματική ανταμοιβή και στη συνέχεια από την ηθική επιβράβευση. Πλέον ο εργαζόμενος δουλεύει περισσότερες ώρες για λιγότερα χρήματα (πολλές φορές και δωρεάν, το βλέπουμε στην Ελλάδα μέσω των περίφημων μαθητειών και όχι μόνο) και αισθάνεται και ηθικά υποχρεωμένος. Καταρρίπτεται εδώ και ο Βέμπερ που στην «Προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού» ανέφερε ότι οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι ακόμα και εάν υποστούν μείωση μισθών ο μισθός δεν θα παύσουν να είναι αποδοτικοί ενώ οι εξειδικευμένοι εργαζόμενοι στη μείωση των μισθών παύουν να είναι αποδοτικοί. Σήμερα όμως τη θέση του ανειδίκευτου εργαζόμενου έχουν πάρει οι απόφοιτοι πανεπιστημιακών σχολών οι οποίοι λόγω της μαζικής παραγωγής πτυχίων αμφίβολης ποιότητας και ακόμα πιο αμφίβολης επαγγελματικής εξασφάλισης, εργάζονται αγόγγυστα με όλο και πιο μειωμένους μισθούς και μάλιστα συνηθίζουν στο χειρότερο με τη γνωστή επωδό «εγώ έχω δουλειά, τι να πουν κι αυτοί που δεν έχουν».



Η εμμονή όμως με την τεμπελιά και το ποιος θεωρείται εργατικός εκτείνεται και εκτός του χώρου εργασίας. Ο εργαζόμενος θα πρέπει να είναι διαθέσιμος στην επιχείρηση και τις λίγες ώρες ξεκούρασης που του απομένουν, να τον βρίσκουν στο κινητό όταν τον θέλουν (κάποιες φορές και σκοπίμως ως επίδειξη εξουσίας του τύπου «δες ποιος είμαι εγώ σε ελέγχω ακόμα και όταν είσαι στο σπίτι σου, με τους φίλους σου, την οικογένειά σου κτλ») πάντα εκτός ωραρίου ακόμα και τα Σαββατοκύριακα (ήδη η ανάπαυση της Κυριακής καταργήθηκε για πολλούς εργαζόμενους).


Η πλύση εγκεφάλου όμως με την κακώς ενοούμενη εργατικότητα δεν σταματά εδώ. Ακόμα και στον «ελεύθερο» του χρόνο ο εργαζόμενος οφείλει να «δικτυώνεται» δηλαδή να συναντά ανθρώπους που θα τον βοηθήσουν στην επαγγελματική του «εξέλιξη» ή να σπουδάζει ακόμα και σε μεγάλη ηλικία προκειμένου να βελτιώσει κάπως την θέση του (η σκλαβιά της δια βίου μάθησης). Καμία συζήτηση για ηρεμία στον προσωπικό χρόνο, μελέτη βιβλίων που δεν άπτονται της εργασίας αλλά και γενικότερη ξεκούραση. Όλα στον βωμό της αέναης καταναγκαστικής εργασίας.


Είναι εντυπωσιακό δε πως οι Έλληνες αποδέχθηκαν τον ορυμαγδό δυσφήμησης από τα διεθνή μέσα, γερμανικής κυρίως προέλευσης, που τους κατηγορούσαν ως τεμπέληδες παρά το γεγονός ότι με στοιχεία του ΟΟΣΑ το 2015, οι Έλληνες εργάστηκαν 2.042 ώρες τον χρόνο(ώρες που θα πρέπει να είναι πολύ περισσότερες λόγω της αδήλωτης εργασίας που ως γνωστόν, δεν καταγράφεται) , πίσω από το Μεξικό, την Κόστα Ρίκα και τη Νότιο Κορέα έναντι των Γερμανών που εργάστηκαν 1371 ώρες. Στην Ευρώπη οι Ελληνες βρίσκονται πρώτοι στις ώρες εργασίας. Φωνάζει ο κλέφτης λοιπόν θα λέγαμε για τη στάση των Γερμανών και λοιπών Βορειοευρωπαίων που με τόση προθυμία και εθνικά συμπλέγματα κατωτερότητας σπίλωσαν τους Ελληνες ως τεμπέληδες. Φαίνεται ότι το δικαίωμα στην τεμπελιά θέλουν να το έχουν μόνο αυτοί και όχι άλλοι. Οσον αφορά δε την ωριαία αμοιβή των Ελλήνων είναι η χαμηλότερη στην Ευρωζώνη.


Οι Ελληνες όμως αποδέχτηκαν, στα πλαίσια ενός εθνικού

μαζοχισμού και αρρωστημένου ευρωθαυμασμού, χαρακτηριστικό όλων των αποικιοκρατούμενων υποτελών) και την κατηγορία ότι είναι τεμπέληδες και ότι πρέπει να δουλεύουν άνω των 8 ωρών ημερησίως συμπεριλαμβανομένων των Κυριακών καθώς και ότι πρέπει να πατάνε επί πτωμάτων για μία κακοπληρωμένη και εξαντλητική εργασία. Στο σημείο αυτό, ως μικρή παρένθεση γιατί πιστεύω ότι ταιριάζει στους Ελληνες, θα αναφέρω τα λόγια του Ρώσου διανοητή του 19ου αι. Αλεξάντρ Χέρτσεν «Μέχρι σήμερα αντικρίζουμε τους Ευρωπαίους και την Ευρώπη όπως οι επαρχιώτες αντικρίζουν αυτούς που ζουν στην πρωτεύουσα, με ευλάβεια και αίσθημα της δικής μας κατωτερότητας, υποτασσόμαστε και μιμούμαστε, εκλαμβάνοντας οτιδήποτε στο οποίο είμαστε διαφορετικοί ως ελάττωμα».


Για να επανέρθω όμως στο θέμα της τεμπελιάς και της «εργασίας». Τι αξία έχει η εξαντλητική εργασία εφόσον δεν βελτιώνει την παραγωγικότητα; Πώς μπορούμε να περιμένουμε καινοτομία, από κουρασμένα μυαλά και σώματα; Ποιος ο ρόλος της τεχνολογίας; Αυτή δεν υποτίθεται ότι θα βελτίωνε την παραγωγικότητα, θα άφηνε ελεύθερο χρόνο στον άνθρωπο (αλλά και εισόδημα βλ. παγκόσμιο εισόδημα) τον οποίο θα μπορούσε να διαθέτει στο σκέπτεσθαι; Γιατί αυτή η επικράτηση της γερμανικής προτεσταντικής ηθικής στο εργασιακό γίγνεσθαι; Μιας ηθικής που μαστιγώνει τον ελεύθερο χρόνο ως αμαρτία και καθαγιάζει την αποταμίευση και την πολύωρη εργασία (για τους άλλους γιατί όπως είδαμε οι Γερμανοί δεν είναι και από τους πλέον εργατικούς). Γιατί θα πρέπει η οικονομία να κυριαρχείται από τη θρησκευτική ιδεοληψία κάποιου χριστιανικού δόγματος; Είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη πλέον δεν παράγει τίποτα καινούριο και ότι γηράσκει όχι μόνο βιολογικά αλλά κυρίως και πνευματικά;




Φωτεινή Μαστρογιάννη
Θεωρώ ότι η απάντηση στα παραπάνω δεν έχει σχέση με την οικονομία αλλά καθαρά με την πολιτική. Με άλλα λόγια, η δημιουργία συνθηκών εργασίας εξαθλίωσης και εξόντωσης ωφελεί μόνο αυτούς που θέλουν να επιβάλλουν έναν αρρωστημένο τύπο απολυταρχικής εξουσίας.

Αυτός ο τύπος εξουσίας μπορεί να επιβληθεί μόνο σε άτομα μη σκεπτόμενα και βιολογικά εξαντλημένα. Ήδη ο αυταρχισμός στους χώρους εργασίας (που πολλές φορές υποδαυλίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους),η κατάργηση της ουδετερότητας του Διαδικτύου που ήταν ο προσφιλής τρόπος ενημέρωσης της νεολαίας αλλά και των μικρομεσαίων στρωμάτων και ο επακόλουθος πλήρης έλεγχος της πληροφόρησης από τις πολυεθνικές στον χώρο των τηλεπικοινωνιών, οι κρίσεις χρέους κτλ. συγκλίνουν στο ότι διαμορφώνεται πλέον ένας παγκόσμιος απολυταρχισμός. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι ο απολυταρχισμός επιβάλλεται με την έγκριση του ίδιου του ανθρώπου.

Bookmark and Share
Blog Widget by LinkWithin

Δεν υπάρχουν σχόλια :